Η οστεοπόρωση είναι η νόσος των οστών.
Χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική αντοχή, που οφείλεται σε μείωση της οστικής πυκνότητας και αλλοίωση της μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών, με αποτέλεσμα αυξημένη ευθραυστότητα των οστών και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται ότι η οστεοπόρωση αφορά και τους άνδρες. Συνήθως εμφανίζεται στις μεγαλύτερες ηλικίες, ως γεροντική οστεοπόρωση, ενώ στις νεότερες ηλικίες σχετίζεται με παθολογικά προβλήματα, κυρίως υπογοναδισμό, είτε με την λήψη φαρμάκων.
Οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους για τις ειδικές εξετάσεις που υπάρχουν για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας και ειδικές βιοχημικές αναλύσεις αίματος και ούρων δείχνουν το μέγεθος της οστικής αραίωσης και αν αυτή χρειάζεται ειδική θεραπεία. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας από μόνη της δεν αρκεί καθώς συχνά δίνει ψευδή αποτελέσματα, όταν για παράδειγμα συνυπάρχει έντονη αρθρίτιδα στο σημείο της μέτρησης. Επίσης ενδοκρινολογικά προβλήματα όπως ο υπερπαραθυροειδισμός μπορεί να μην εντοπιστούν. Ο έλεγχος γυναικών πριν την εμμηνόπαυση για οστεοπόρωση θα πρέπει να είναι επιλεκτικός και μόνο όταν ο γιατρός εκτιμά για διαφόρους λόγους ότι είναι απαραίτητος.
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της οστεοπόρωσης είναι η πρόωρη εμμηνόπαυση, το ιδιαίτερα χαμηλό σωματικό βάρος, η μειωμένη πρόσληψη σε ασβέστιο και βιταμίνη D, ο υπερθυροειδισμός αλλά και οι «κακές» συνήθειες της καθημερινής μας ζωής όπως το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση καφέ και αλκοόλ, καθώς και η απουσία άσκησης.
Το ασβέστιο και η βιταμίνη D, είναι απαραίτητα στοιχεία για την υγεία των οστών μας σε όλες τις ηλικίες και σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Επίσης θα πρέπει να ξέρουμε το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η βιταμίνη D και στην υγεία του μυϊκού μας συστήματος. Κανονικά θα έπρεπε να καλύπτουμε τις ανάγκες μας σε βιταμίνη D με την συστηματική, αλλά χωρίς υπερβολές, έκθεση μας στον ήλιο, όλο τον χρόνο και όχι μόνο το καλοκαίρι. Συνήθως, ο τρόπος ζωής ειδικά στις μεγάλες πόλεις δεν επιτρέπει να έχουμε σωστή διατροφή και συχνή έκθεση στον ήλιο, γι’ αυτό τα συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D θα πρέπει να συνοδεύουν κάθε θεραπευτική αγωγή της οστεοπόρωσης.
Σήμερα, υπάρχουν αρκετά φάρμακα για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης. Μία κατηγορία αυτών των φαρμάκων μειώνει την οστική απώλεια, ενώ μία άλλη ενισχύει την οστική παραγωγή. Η καλσιτονίνη και τα διφωσφονικά ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, ενώ η παραθορμόνη στην δεύτερη. Υπάρχει επίσης το ρανελικό στρόντιο που έχει μεικτή δράση. Κυκλοφορούν επίσης νέα ενέσιμα φάρμακα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Η επιλογή του φαρμάκου γίνεται από τον γιατρό με βάση το ιστορικό, την ηλικία, το φύλο και τη βαρύτητα της νόσου. Η χορήγηση αυτών των φαρμάκων μπορεί να γίνει από το στόμα, υποδόρια, ή ενδοφλέβια. Η συχνότητα χορήγησης μπορεί να είναι κάθε ημέρα, κάθε εβδομάδα, αλλά και κάθε 6 μήνες, ή κάθε χρόνο ανάλογα με το φάρμακο.
Η κύρια επιπλοκή της οστεοπόρωσης είναι η πρόκληση καταγμάτων χαμηλής βίας, των λεγόμενων οστεοπορωτικών. Όταν έχει μειωθεί η οστική αντοχή από την οστεοπόρωση υπάρχει κίνδυνος, με μικρή βία, να προκληθεί κάταγμα σε κάποιο σημείο του σκελετού. Μιλώντας για μικρή βία εννοούμε μία απλή πτώση, ή μία έντονη μυϊκή προσπάθεια. Επειδή όμως η οστική αντοχή που καθορίζει και την επικινδυνότητα για κάταγμα δεν εξαρτάται μόνο από την οστική πυκνότητα αλλά και από άλλες παραμέτρους, που σχετίζονται με την ποιότητα των οστών, έχουν παρατηρηθεί αρκετές περιπτώσεις ασθενών που έπαθαν κάταγμα με σχετικά μικρή βία, ενώ η οστική τους μέτρηση έδειξε οστεοπενία. Γι' αυτό και οι ασθενείς με οστεοπενία δεν πρέπει να εφησυχάζονται αλλά να ελέγχουν με τον γιατρό τους την επικινδυνότητα για κάταγμα.
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα, συμβαίνουν συχνότερα στην περιοχή του ισχίου, της σπονδυλικής στήλης και του καρπού, είναι αρκετά σοβαρά και συχνά για την αντιμετώπισή τους χρειάζεται χειρουργική επέμβαση. Η αντιμετώπιση ενός οστεοπορωτικού κατάγματος χρειάζεται την φροντίδα του ορθοπαιδικού ιατρού και η θεραπεία θα είναι χειρουργική, ή συντηρητική ανάλογα από το είδος, τη βαρύτητα και την εντόπιση του κατάγματος. Εκείνο που έχει σημασία είναι να λάβει υπόψη του αυτός που έχει υποστεί το κάταγμα, ότι έχει πλέον αυξημένη πιθανότητα για επόμενα κατάγματα. Θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσει με συστηματικό τρόπο την οστεοπόρωση, η οποία και είναι η κύρια υπεύθυνη για την πρόκληση του κατάγματος του, προσφεύγοντας στους εξειδικευμένους για την οστεοπόρωση ιατρούς.
Τα σπονδυλικά κατάγματα που προκύπτουν από την οστεοπόρωση αντιμετωπίζονται συνήθως συντηρητικά αρχικά με κλινοστατισμό, ή με περιορισμό των δραστηριοτήτων στο ελάχιστο. Συνιστώνται επίσης οι κατάλληλοι κηδεμόνες που στηρίζουν τη σπονδυλική στήλη. Τα τελευταία χρόνια έχουν δοκιμαστεί με αρκετή επιτυχία χειρουργικοί τρόποι αντιμετώπισης των οστεοπορωτικών σπονδυλικών καταγμάτων με μεθόδους που ονομάζονται σπονδυλοπλαστική, ή κυφοπλαστική. Οι στόχοι αυτών των επεμβάσεων είναι να περιοριστεί ο πόνος και το επακόλουθο των σπονδυλικών καταγμάτων που είναι η κύφωση της ράχης. Σε μεγάλες κυφωτικές παραμορφώσεις στήριξη και διόρθωση με οπίσθια σπονδυλοδεσία μπορεί να αποτελέσει τη λύση σε επιλεγμένους ασθενείς.
Όλες οι γυναίκες ανεξάρτητα από την ηλικία τους θα πρέπει να έχουν σωστή ενημέρωση για το τι σημαίνει οστεοπόρωση και πώς μπορούν να την προλάβουν. Παρ’ όλο που η οστεοπόρωση εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από κληρονομικά αίτια είναι δυνατόν, με μέτρα που θα πάρουμε σε νεαρή ηλικία, να προλάβουμε τις σοβαρές μελλοντικές επιπτώσεις της πάθησης. Ο κύριος στόχος στην πρόληψη είναι να αποκτήσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή κορυφαία οστική πυκνότητα. Με την έννοια κορυφαία οστική πυκνότητα εννοούμε τη μεγαλύτερη τιμή οστικής μάζας που θα φθάσει κάποιος στο τέλος της σκελετικής του ανάπτυξης και ωρίμανσης, που ολοκληρώνεται στην ηλικία των 25 – 28 χρόνων. Επιδίωξη κάθε νεαρού ατόμου θα πρέπει να είναι η απόκτηση αυξημένων αποθεμάτων οστού, ώστε να υπάρχουν περιθώρια απώλειας οστικής μάζας σε μεγαλύτερη ηλικία και να είναι έτσι μειωμένος ο κίνδυνος να συμβεί ένα οστεοπορωτικό κάταγμα στο μέλλον.
Στα προληπτικά μέτρα που συνιστώνται για την επίτευξη αυτού του στόχου περιλαμβάνονται η σωστή διατροφή σε γαλακτοκομικά, που είναι η κύρια πηγή του απαραίτητου για τον οργανισμό μας ασβεστίου, η συχνή σωματική άσκηση, και η αποφυγή αλκοόλ και καπνίσματος.