Ο σακχαρώδης διαβήτης χαρακτηρίζεται από αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.
Είναι αποτέλεσμα είτε της μειωμένης έκκρισης, είτε της μειωμένης δράσης της ινσουλίνης, είτε και των δύο συνδυαστικά. Σχετίζεται με χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης, αυξημένη νοσηρότητα, αυξημένο κίνδυνο για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αγγειακή νόσο, ισχαιμική καρδιοπάθεια και μειωμένη ποιότητα ζωής.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2), είναι η κατηγορία σακχαρώδους διαβήτη που αφορά 90- 95% των ατόμων που πάσχουν από διαβήτη. Είναι συνεπώς ο πιο συχνός τύπος σακχαρώδους διαβήτη. Η εμφάνισή του γίνεται συνήθως μετά τα 35 έτη, αν και τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η εμφάνισή του και κατά τη νεαρή ηλικία. Είναι μια νόσος χωρίς συμπτώματα με αποτέλεσμα ο ασθενής να μην μπορεί να την παρατηρήσει. Αυτό έχει ως συνέπεια, κατά τη διάγνωσή του να έχουν ήδη εμφανιστεί κάποιες σχετικές με τη νόσο επιπλοκές, που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Κάποιοι από τους βασικούς παράγοντες κινδύνου της νόσου είναι ο προδιαβήτης, η αυξημένη ηλικία, η κληρονομική προδιάθεση, το υπέρβαρο και η παχυσαρκία, η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία, το ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη κύησης, η γέννηση παιδιού με βάρος άνω των 4 κιλών και η καθιστική ζωή.
Οι στόχοι της θεραπείας του Σακχαρώδους Διαβήτη είναι:
Τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) μικρότερη ή ίση με 7%. Λιγότερο αυστηροί στόχοι, όπως τιμή HbA1c< 8% αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών, όπως ασθενείς με ιστορικό επικίνδυνης υπογλυκαιμίας, χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης, αυξημένες επιπλοκές της νόσου κ.α.
Για να επιτευχθεί τιμή γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης ≤7%, πρέπει η τιμή γλυκόζης αίματος να είναι προγευματικά ≤130 mg/dL και μεταγευματικά ≤180 mg/dL (2 ώρες μετά τα γεύματα).
Διατροφική παρέμβαση και μείωση βάρους στο Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2
Δεδομένου του γεγονότος πως περίπου μισοί από τους πάσχοντες από ΣΔτ2 είναι παχύσαρκοι το σωματικό βάρος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη νόσο. Η ρύθμιση του βάρους συμβάλλει τόσο στην πρόληψη όσο και στην αντιμετώπιση της νόσου. Συστήνεται μείωση του βάρους σε υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα έως ότου ο Δείκτης Μάζας Σώματος να φτάσει τα 25 kg/m2 ή αν αυτό δεν είναι εφικτό μείωση του βάρους κατά 5-10%. Η μείωση αυτή του βάρους προτείνεται να γίνει τόσο μέσω διατροφικής παρέμβασης όσο και μέσω αύξηση της φυσικής δραστηριότητας.
Τέλος αναλύοντας λίγο το θέμα της διατροφικής παρέμβασης σε άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, θα δούμε πως οι συστάσεις των επίσημων φορέων όπως η Αμερικάνικη Διαβητολογική Εταιρεία, η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία ο Diabetes UK κ.α. τις περισσότερες φορές συμφωνούν.
Αναφορικά με τους υδατάνθρακες που είναι και το φλέγον ζήτημα στα άτομα με ΣΔτ2, οι συστάσεις αναφέρονται στην εξατομίκευση της ποσότητας τονίζοντας την ανάγκη για κατανάλωση υδατανθράκων χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη. Όταν συγκεκριμενοποιείται η ποσότητα των υδατανθράκων αυτή συστήνεται να είναι στο 45- 60% της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης.
Για τις πρωτεϊνες η σύσταση είναι στο 10- 20 % της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης, ενώ για το λίπος οι συστάσεις ξεκινούν από το 20% και φτάνουν μέχρι και το 40% της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης, τονίζοντας την ανάγκη για υψηλή περιεκτικότητα σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, για συχνή κατανάλωση λιπαρών ψαριών και για μείωση της κατανάλωσης κορεσμένων και τρανς λιπαρών οξέων.
Σ’ αυτό το σημείο είναι σημαντικό να τονιστεί πως αν ένας επαγγελματίας υγείας αποφασίσει να ακολουθήσει τις συστάσεις κάποιου φορέα, τότε καλό θα ήταν να συμβουλευτεί ένα από αυτούς και όχι να συνδυάσει επιμέρους συστάσεις από διάφορους φορείς.
Η διατροφή στο Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 είναι πρωτεύουσας σημασίας. Καλό θα ήταν οι διαβητικοί να ξεκινούν από νωρίς να συμβουλεύονται κάποιο ειδικό ο οποίος θα συντάξει διαιτολόγιο ανάλογα με το στάδιο της νόσου και τη φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να καθυστερήσουν οι επιπλοκές αυτής.
Σαμαρά Ζωή, Κλινική Διαιτολόγος, MSc