Οι διαταραχές του φάσματος του αυτισμού αποτελούν μία ομάδα νευροαναπτυξιακών διαταραχών.
Χαρακτηρίζονται από δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση, επικοινωνιακά ελλείμματα και επαναλαμβανόμενες, στερεοτυπικές συμπεριφορές.
Η διατροφή, τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να εμπλέκεται όλο και περισσότερο, τόσο στην αιτιολογία, όσο και στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του αυτισμού. Ανεπαρκής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών από τη δίαιτα της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη ή του βρέφους κατά τα πρώτα στάδια της ζωής, όπως φυλλικού οξέος και βιταμίνης D, ίσως αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση νευροαναπτυξιακών διαταραχών. Επιπρόσθετα, διατροφικά συμπληρώματα όπως πολυβιταμινούχα σκευάσματα, βιταμίνη Β6 σε συνδυασμό με μαγνήσιο, προβιοτικά και ω3 λιπαρά οξέα, καθώς και ειδικές δίαιτες, όπως η δίαιτα ελεύθερη γλουτένης και ελεύθερη καζεΐνης, εφαρμόζονται ως μορφές θεραπείες. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των διατροφικών συμπληρωμάτων και η ασφάλεια των ειδικών διαιτών είναι ακόμα αμφίβολες. Λεπτομερής αξιολόγηση της διαιτητικής πρόσληψης και των διατροφικών αναγκών θα πρέπει να γίνεται πριν την έναρξη της διαιτητικής θεραπείας.
Τα παιδιά με διαταραχές του φάσματος του αυτισμού πολύ συχνά αντιμετωπίζουν προβλήματα στη σίτιση τους και γαστρεντερικές διαταραχές. Τα διατροφικά προβλήματα αναφέρεται ότι μπορεί να είναι εμφανή έως και στο 90% των παιδιών με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, ενώ από γαστρεντερικά προβλήματα υποφέρουν έως και το 70% των παιδιών αυτών.
Τα διατροφικά προβλήματα που αναφέρονται σε παιδιά με αυτισμό αφορούν τις επιλογές των τροφίμων, καθώς επίσης, και τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια του φαγητού. Συγκεκριμένα, σε ποσοστό που μπορεί να φτάνει και το 70%, τα παιδιά με διαταραχές του φάσματος, αναφέρεται ότι έχουν επιλεκτικές διατροφικές συνήθειες. Η ποικιλία των τροφών στη διατροφή τους φαίνεται να είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, σε σημείο που μπορεί να αποτελείται μόνο από ένα πολύ μικρό αριθμό τροφίμων που καταναλώνονται σε καθημερινή βάση. Η επιλογή των τροφίμων συχνά γίνεται με βάση το είδος, την υφή τους, το χρώμα και την παρουσίασή τους. Αναλυτικότερα, τα παιδιά με αυτισμό έχει διατυπωθεί ότι είναι λιγότερο πιθανό από τα τυπικά αναπτυσσόμενα να καταναλώνουν λαχανικά, συχνά προτιμούν τρόφιμα με πολύ μαλακή ή τραγανή υφή, μπορεί να καταναλώνουν φαγητά που έχουν παρασκευασθεί μόνο με συγκεκριμένο τρόπο ή να χρειάζονται συγκεκριμένα σκεύη προκειμένου να αποδεχθούν ένα τρόφιμο ή συγκεκριμένη παρουσίαση στο πιάτο, όπως όλα τα τρόφιμα να έχουν το ίδιο χρώμα ή να μην έρχονται σε επαφή μεταξύ τους διαφορετικά φαγητά. Επιπλέον, συχνά εκδηλώνουν ισχυρή άρνηση να καταναλώσουν νέα τρόφιμα, η οποία συνεπάγεται γκρίνια και ανησυχία κατά τη διάρκεια του φαγητού. Ανησυχία και άγχος κατά την κατανάλωση ενός γεύματος είναι πολύ πιθανό να τους προξενήσει ένα μη οικείο περιβάλλον ή η παρουσία άλλων προσώπων και, έτσι, δεν είναι καθόλου απίθανο τα αυτιστικά παιδιά να προτιμούν να τρώνε μόνα τους και να αποφεύγουν να φάνε σε χώρους εκτός του σπιτιού τους. Τέλος, κάποιες ιδιαίτερες διατροφικές συμπεριφορές είναι έκδηλες σε παιδιά με αυτισμό, όπως η εμμονή με συγκεκριμένα φαγητά για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα ή η πίκα, που χαρακτηρίζεται από την κατανάλωση μη βρώσιμων αντικειμένων, όπως χώμα και ακαθαρσίες.
Μελέτες σχετικά με τις πρακτικές αντιμετώπισης των διατροφικών ιδιαιτεροτήτων των παιδιών με αυτισμό είναι περιορισμένες. Ωστόσο, κάποιες τεχνικές που εφαρμόζονται στον παιδικό πληθυσμό γενικά για την αντιμετώπιση της επιλεκτικότητας και της άρνησης πρόσληψης νέων τροφών, πιθανό να αποβούν αποτελεσματικά. Ειδικότερα, η συνεχής έκθεση σε νέα τρόφιμα, η σπανιότερη παρουσίαση των περισσότερο προτιμούμενων τροφών, η σταδιακή απευαισθητοποίηση ως προς την υφή των τροφίμων, η μη απομάκρυνση του πιρουνιού από το πιάτο του παιδιού, η επαναλαμβανόμενη έκθεση του παιδιού σε τρόφιμα με τη χρήση ειδικών εργαλείων (π.χ. χρήση βούρτσας Nuk για τη δοκιμή τροφίμων) παρά με το πιρούνι, η παράλληλη έκθεση σε καινούρια τρόφιμα μαζί με γνωστά, αρεστά φαγητά και η μη διαφοροποίηση των συνεπειών ύστερα από ανάρμοστη συμπεριφορά κατά το γεύμα είναι κάποιες μέθοδοι που μπορεί να βοηθήσουν στη σίτιση των παιδιών με αυτισμό. Είναι απαραίτητη, όμως, η πραγματοποίηση περισσότερων μελετών για να διευκρινιστεί ακριβώς ποιες είναι εκείνες οι μορφές, οι υφές και οι τρόποι παρουσίασης των φαγητών που γίνονται περισσότερο αποδεκτά από τα παιδιά αυτά, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν μέθοδοι σίτισης ειδικές για παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού.
Όσον αφορά τα γαστρεντερικά συμπτώματα σε παιδιά με διαταραχές του φάσματος, δυσκοιλιότητα, χρόνια διάρροια, κοιλιακό άλγος και διόγκωση είναι κάποια από τα προβλήματα που είναι περισσότερο συχνά. Η αιτιολογία τους δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως, αλλά μία αλληλεπίδραση των συμπτωμάτων αυτών με τη μικροχλωρίδα του εντέρου και τη διαπερατότητα του βλεννογόνου του γαστρεντερικού συστήματος φαίνεται να υφίσταται. Αρκετές μελέτες δείχνουν ότι πιθανόν η εντερική μικροχλωρίδα σε παιδιά με αυτισμό να έχει κάποιες διαφοροποιήσεις από τα τυπικά αναπτυσσόμενα, ενώ η διαπερατότητα του εντέρου φαίνεται να είναι αυξημένη, με αποτέλεσμα τη διαρροή οπιοειδών υποπροϊόντων ορισμένων συστατικών των τροφών, όπως της καζεΐνης και της γλουτένης, η οποία εμπλέκεται στην εκδήλωση αυτιστικών συμπεριφορών. Η δίαιτα ελεύθερη καζεΐνης και γλουτένης για την ελάττωση τη παραγωγής τοξικών αυτών υποπροϊόντων, καθώς και η συμπληρωματική χορήγηση προβιοτικών για την επαναφορά της ισορροπίας της εντερικής μικροχλωρίδας προτείνονται για την αντιμετώπιση των γαστρεντερικών συμπτωμάτων. Παρ’ όλα αυτά, επειδή, ακόμα, δεν είναι πλήρως κατανοητοί οι μηχανισμοί που εμπλέκονται στην εμφάνιση των διαταραχών αυτών, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις μεθόδους που εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή τους, και ιδιαίτερα στις δίαιτες αποκλεισμού, όπως είναι η δίαιτα ελεύθερη γλουτένης και καζεΐνης, αφού υπάρχει ο κίνδυνος σοβαρών διατροφικών ανεπαρκειών σε μία ηλικία κρίσιμη για την ανάπτυξη.