Sidebar

14
Δευ, Οκτ

Τρόφιμα & SuperFoods
Typography

Οι θεραπευτικές αλλά και οι καλλυντικές δράσεις του γάλακτος γαϊδούρας είναι γνωστές από την αρχαιότητα.

Λέγεται ότι η βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα, συνήθιζε να το χρησιμοποιεί για τις ευεργετικές του ιδιότητες. Στις μέρες μας πολλά καλλυντικά προϊόντα (σαμπουάν, σαπούνια, κρέμες) περιέχουν γάλα γαϊδούρας.

Τα τελευταία όμως χρόνια έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον παρουσιάζεται και όσο αναφορά την διατροφική του αξία πιθανών εξαιτίας της παρόμοιας σύνθεσης του με το μητρικό γάλα.

Τι περιέχει τελικά το γάλα γαϊδούρας και είναι πράγματι καλύτερο από το αγελαδινό; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα ναι και ο κύριος λόγος είναι ότι έχει ελάχιστες συγκεντρώσεις αντιβιοτικών και ορμονών σε σύγκριση με άλλα είδη γάλακτος (με εξαίρεση το κατσικίσιο που και αυτό έχει συνήθως χαμηλές συγκεντρώσεις).

Ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα του είναι η περιεκτικότητά του σε λιπαρά η οποία είναι πολύ χαμηλότερη (0,3 έως 1,8%) σε σύγκριση με το αγελαδινό γάλα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πλούσια πηγή λινολενικού και λινολεϊκού οξέους (Vincenzetti et al. 2008), δυο απαραίτητων λιπαρών οξέων που δεν μπορεί να τα συνθέσει ο οργανισμός μας και τα οποία εμπλέκονται σε πολλά μεταβολικά μονοπάτια.

Όσον αφορά στις πρωτεΐνες του σε σύγκριση με το αγελαδινό γάλα, περιέχει υψηλότερες συγκεντρώσεις απαραίτητων αμινοξέων (των αμινοξέων που δεν μπορεί να παράγει ο οργανισμός μας και πρέπει να τα προμηθευόμαστε μέσα από την τροφή μας).

Η συγκέντρωση της λακτόζης του (κύριος υδατάνθρακας γάλακτος) σε ποσοστό περίπου 7% είναι πολύ υψηλότερη από του αγελαδινού και παρόμοια με αυτήν του μητρικού γάλακτος. Στην υψηλή αυτή συγκέντρωση της λακτόζης οφείλει και την ευχάριστη γεύση του αλλά ταυτόχρονα και την πιθανολογείται πως οφείλεται η υψηλή εντερική απορρόφηση του ασβεστίου από το γάλα της γαϊδούρας (η οποία είναι αναγκαία για τα οστά ιδιαίτερα κατά την νηπιακή ηλικία).

Επιπρόσθετα, η κατανάλωση γάλακτος γαϊδούρας φαίνεται να ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού μας λόγω της υψηλής συγκέντρωσης του σε λυσοζύμη (ένζυμο που ασκεί ισχυρή αντιβακτηριακή δράση), συγκέντρωση υψηλότερη ακόμη και από αυτή του μητρικού γάλακτος (Vincenzetti et al. 2008).

Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που προκαλεί ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον γύρω από το γάλα γαϊδούρας είναι η υπεροχή του έναντι του αγελαδινού σε άτομα που πάσχουν από σύνδρομο Αλλεργίας στην Πρωτεΐνη του Αγελαδινού Γάλακτος CMA (Cow Milk Allergy). Και να τονίσουμε εδώ ότι δεν αναφερόμαστε σε δυσανεξία στην λακτόζη, αλλά σε αλλεργία στο αγελαδινό γάλα, μια κατάσταση πολύ πιο πολύπλοκη.

Ένας πιθανός μηχανισμός που οφείλει αυτήν του την υπεροχή φαίνεται να είναι η χαμηλότερη συγκέντρωση β-λακτογλοβουλίνης (πρωτεΐνη του γάλακτος η οποία απουσιάζει από το μητρικό), που φαίνεται να έχει το γάλα γαϊδούρας σε σύγκριση με το αγελαδινό καθώς και στην αναλογία καζεϊνών (α-, β- και κ- ) προς τις πρωτεΐνες ορού, (πρωτεΐνες που θεωρούνται υπεύθυνες για την αλλεργία που προκαλεί το αγελαδινό γάλα).

Δεν υπάρχουν όμως κλινικές μελέτες με επαρκή σχεδιασμό (στατιστικό συγκεκριμένα) που να αξιολογούν τη διατροφική επάρκεια του γάλακτος γαϊδούρας ως υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος τουλάχιστο για το πρώτο χρόνο ζωής του βρέφους (D'Auria et al. 2011).

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι τα αναρίθμητα οφέλη του μητρικού θηλασμού δεν περιορίζονται μόνο στα διατροφικά οφέλη αλλά επεκτείνονται και στα ψυχοκοινωνικά.

Τέλος, μελέτες έχουν καταγράψει την επίδραση του γάλακτος γαϊδούρας, στη διαδικασία τηςοστεογένεσης καθώς και στην θεραπεία της αθηροσκλήρωσης κατά την αποκατάσταση ασθενών με χρόνιες καρδιαγγειακές παθήσεις ή πρόωρη γήρανση (Guo et al. 2007).

Δυστυχώς εξαιτίας της δυσκολίας που υπάρχει στην παραγωγή του είναι ιδιαίτερα ακριβό αλλά και δυσεύρετο προϊόν. Γι αυτό αν δεν μπορείτε να το προμηθευτείτε υπάρχουν κ άλλα είδη γάλακτος με υψηλή θρεπτική αξία, όπως για παράδειγμα το κατσικίσιο γάλα, που μπορούν να μας εξασφαλίσουν πολύτιμα θρεπτικά συστατικά και χαμηλή έως μηδενική περιεκτικότητα σε ορμόνες και τοξικά στοιχεία.

Πηγές:

D'Auria E, Mandelli M, Ballista P, Di Dio F, Giovannini M (2011). Impairment and Nutritional Deficiencies in a Cow's Milk-Allergic Infant Fed by Unmodified Donkey's Milk. Case Rep Pediatr.

Guo HYPang KZhang XYZhao LChen SWDong MLRen FZ (2007). Composition, physiochemical properties, nitrogen fraction distribution, and amino acid profile of donkey milk. J Dairy Sci 90:1635-1643.

Vincenzetti S, Polidori P, Mariani P, Cammertoni N, Fantuz F , A Vita (2008). Donkey’s milk protein fractions characterizationFood chemistry 106:640-649

ΓράφειΔρ. Σοφία Τσαλουχίδου

Διαιτολόγος – διατροφολόγος Ph.D.

Πηγή: www.diettv.gr

 

 

 

 

Εγγραφείτε δωρεάν στη Συνδρομητική Υπηρεσία Ηλεκτρονικών Μηνυμάτων για να λαμβάνετε ειδοποιήσεις επιστημονικών άρθρων και προσφορών της ιστοσελίδας.