Καθημερινά ακούω ανθρώπους να υποφέρουν από ψυχοσωματικά συμπτώματα κάθε είδους
: δερματικές παθήσεις, πονοκεφάλους, ημικρανίες, ταχυκαρδίες, αϋπνίες, διαταραχές στη διάθεση, διαταραχές στην όρεξη και πολλά πολλά ακόμη
. Η πρώτη συμβουλή που ακούν από γνωστούς, συγγενείς και φίλους ή η πρώτη σκέψη που κάνουν οι ίδιοι είναι «μην αγχώνεσαι». «Μην αγχώνεσαι»: μια φράση που την έχουμε ακούσει όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας. Μια φράση που έχει σχεδόν πάντα το αντίθετο αποτέλεσμα και που παρόλα αυτά συνεχίζει να λέγεται με τρομακτικά μεγάλη ευκολία.
Η εμφάνιση ενός ψυχοσωματικού συμπτώματος σημαίνει ότι με κάποιο τρόπο δόθηκε χώρος και χρόνο στο σώμα να «πάρει το λόγο», να κινητοποιήσει τον άνθρωπο, να τον κάνει να σκεφτεί, να δει τι του συμβαίνει. Το σώμα καλείται να κάνει μια πολύ δύσκολη δουλειά: να εξωτερικεύσει συναισθήματα, συγκρούσεις, πιέσεις, άλυτες καταστάσεις… όλα όσα πρέπει να ξεχαστούν, να καταχωνιαστούν, να ξεπεραστούν στο πλαίσιο της «υπομονής» που έχει μάθει ο καθένας να κάνει, στο πλαίσιο «να μη φέρω κάποιον σε δύσκολη θέση και τον στεναχωρήσω», στο πλαίσιο του «να μην είμαι εγώ εκείνος που θα φέρω αναστάτωση».
Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα αποτελούν τη σωματοποιημένη εξωτερίκευση όλων των παραπάνω. Δεν γίνεται να πιέσω τον εαυτό μου να πρέπει να νοιώσει καλά την ώρα που δεν νοιώθει. Κι αν το καταφέρω, για πόσο διάστημα και με τι κόστος. Δεν γίνεται να προσποιούμαι ότι όλα είναι εντάξει, γιατί δεν θέλω να είμαι εγώ αυτός που θα φέρει αντίρρηση ή θα προκαλέσει μια αναστάτωση. Κι αν το κάνω, έχω χάσει τον εαυτό μου. Τον πραγματικό μου εαυτό, όχι εκείνον που θέλω οι άλλοι να βλέπουν.
Το σύμπτωμα, λοιπόν, κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά: έρχεται να μας υπενθυμίζει ότι είμαστε ανθρώπινοι. Το σώμα μέσω του συμπτώματος θυμάται ό,τι έχει προσπαθήσει να ξεχάσει ο νους. Αποτελεί μόνο την πρόσοψη για κάτι βαθύτερο. Το σώμα αποθηκεύει και οι σωματοποιήσεις και οι ψυχοσωματικές εκδηλώσεις γίνονται φορείς της βιολογικής μνήμης του ανθρώπου. Αυτό που παρουσιάζεται στο «εδώ και τώρα» σαν ένα ανησυχητικό και ακατανόητο σύμπτωμα, πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, να διαβαστεί. Έτσι, τα συμπτώματα γίνονται οι θεματοφύλακες μιας μνήμης που θα έπρεπε να απορριφθεί, συναισθημάτων που θα έπρεπε να καταχωνιαστούν, πιέσεων που έπρεπε να υφίστανται.
Όταν λοιπόν, εμφανίζεται ένα σύμπτωμα το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι «να αγχωθούμε»: να ψάξουμε, να καταλάβουμε, να δούμε τι μας συμβαίνει. Όχι σε σχέση με το σύμπτωμα, αλλά σε σχέση με τον εαυτό μας αυτή τη φορά. Μόνο έτσι θα κινητοποιηθούμε προς την αλλαγή. Αν θα πρέπει και πάλι «να μην αγχωθούμε» με κάτι που συμβαίνει στο σώμα μας, επαναλαμβάνουμε το μηχανισμό που δημιούργησε το σύμπτωμα και που θα δημιουργήσει κι άλλα στο μέλλον.