Η βιταμίνη D ανήκει στις λιποδιαλυτές βιταμίνες και στις στεροειδείς ορμόνες.
Εντοπίζεται σε μικρές ποσότητες, σε ορισμένα μόνο τρόφιμα, όπως τα λιπαρά ψάρια, τα αυγά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα και για αυτό μόνο η δίαιτα δεν μπορεί να παρέχει τις ποσότητες που χρειάζεται ο οργανισμός για να καλυφθούν οι ημερήσιες ανάγκες. Κύρια πηγή προέλευσης της βιταμίνης D είναι η παραγωγή της κατά την έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία. 15 με 20 λεπτά έκθεσης για 2 με 3 φορές την εβδομάδα αρκούν για να παραχθεί η απαιτούμενη ποσότητα. Εναλλακτικό τρόπο λήψης της βιταμίνης αποτελούν τα συμπληρώματα διατροφής και τα τεχνητά εμπλουτισμένα τρόφιμα, όπως γάλατα και μαργαρίνες.
Η συμμετοχή της βιταμίνης D στη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, έχει γίνει γνωστή εδώ και 10 χρόνια περίπου. Η ανίχνευση διάφορων μορφών της βιταμίνης και του ενζύμου που τη μετατρέπει στην ενεργή μορφή της σε περιοχές του εγκεφάλου, μαρτυρούν τη συμμετοχή και την αναγκαιότητά της στις λειτουργίες του νευρικού συστήματος. Αρκετές μελέτες έχουν εξετάσει τη συσχέτιση της ανεπάρκειας βιταμίνης D με την εκδήλωση νευρολογικών νοσημάτων. Ωστόσο, μεγάλες κλινικές δοκιμές που να εξετάζουν τη θεραπεία των ήδη νοσούντων με τη χρήση συμπληρωμάτων της βιταμίνης, είναι ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο.
Όσον αφορά τη σχιζοφρένεια, φαίνεται ότι τα άτομα τα οποία γεννιούνται κατά τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες και σε υψηλότερο υψόμετρο έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν τη συγκεκριμένη νόσο. Επιπρόσθετα, σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στις Σκανδιναβικές χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία, έχει παρατηρηθεί ότι οι μετανάστες με σκουρόχρωμα δέρματα που λόγω της υψηλής μελανίνης εμποδίζεται η υπεριώδης ακτινοβολία να διαπεράσει το δέρμα, εμφανίζουν σχιζοφρένεια με υψηλότερη συχνότητα από τους ιθαγενείς. Όλα αυτά τα δεδομένα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η υποβιταμίνωση D είναι πιο συχνή κατά τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης, σε ανθρώπους που ζουν σε υψηλό υψόμετρο και σε άτομα με σκουρόχρωμα δέρματα, δείχνουν ότι ένας πιθανός παράγοντας – κλειδί που ταιριάζει στο ρόλο του μεσολαβητή για την εκδήλωση σχιζοφρένειας είναι τα χαμηλά αποθέματα βιταμίνης D στον οργανισμό.
Συσχέτιση των επιπέδων της βιταμίνης D έχει παρατηρηθεί και με την κατάθλιψη. Ωστόσο, το συγκεκριμένο πεδίο μελέτης είναι αρκετά καινούριο και δεν γίνεται να διεξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Ειδικότερα, σε ορισμένες μελέτες παρατήρησης έχει φανεί ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καταθλιπτικών επεισοδίων, ενώ σε άλλες όχι. Είναι, όμως, αμφίβολο το αν η υποβιταμίνωση D είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της κατάθλιψης, αφού άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη εκτίθενται λιγότερο στην ηλιακή ακτινοβολία, εξαιτίας των περιορισμένων εξόδων από το σπίτι. Το γεγονός αυτό μπορεί να συμβάλει στη χαμηλή πρόσληψη της βιταμίνης. Προκειμένου να καταλήξουμε σε κάποιο σαφές αποτέλεσμα, κρίνεται αναγκαία η πραγματοποίηση περισσότερων κλινικών δοκιμών για τη μελέτη της δράσης της συμπληρωματικής χρήσης βιταμίνης D στην αντιμετώπιση των καταθλιπτικών επεισοδίων.
Αρκετές μελέτες, επίσης, συσχετίζουν τη βιταμίνη D με τη γνωσιακή λειτουργία και την υποβιταμίνωση με εξασθένιση της μνήμης και άνοια. Φαίνεται ότι χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης σε ηλικιωμένους σχετίζονται με χαμηλή απόδοση σε τεστ γνωστικής ικανότητας. Σε ασθενείς με Alzheimer έχει παρατηρηθεί υψηλότερος κίνδυνος καταγμάτων και δυσλειτουργία του ενδοκρινούς συστήματος της βιταμίνης D. Αυτά δε τα ευρήματα συσχετίζουν την επάρκεια της βιταμίνης με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Οι αντιοξειδωτικές δράσεις της βιταμίνης D, η ρύθμιση της κυκλοφορίας του ασβεστίου του νευρικού συστήματος και ο αυξημένος σχηματισμός νευρικών κυττάρων είναι οι πιθανοί μηχανισμοί που συμμετέχουν στην προστασία έναντι στην αλλοίωση της γνωστικής ικανότητας.
Άλλη συσχέτιση της βιταμίνης D με νευρολογικές καταστάσεις, αν και είναι ακόμα σε πρώιμο ερευνητικό στάδιο, είναι εκείνη με τον αυτισμό. Η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης του αυτισμού σε Αφρο-Αμερικάνους συγκριτικά με την Καυκάσια φυλή, σε παιδιά που έχουν γεννηθεί πρόωρα, γεγονός για το οποίο η υποβιταμίνωση D αποτελεί παράγοντα κινδύνου, και τέλος, το χαμηλό ποσοστό εμφάνισης αυτισμού σε παιδιά γυναικών που κατανάλωναν πολλά ψάρια κατά την εγκυμοσύνη, είναι κάποια σημεία τα οποία υποδεικνύουν ότι τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό μπορεί να συμβάλουν στην εμφάνιση του αυτισμού. Ο πιο πιθανός μηχανισμός που έχει προταθεί αφορά την καλύτερη επιδιόρθωση του γενετικού υλικού, διαδικασία στην οποία συμμετέχει η βιταμίνη D, και συνεπώς, τη μείωση της εμφάνισης μεταλλάξεων και εμφάνισης αυτισμού.
Τα τελευταία χρόνια, η διαρκής ενημέρωση για τους κινδύνους που εγκυμονεί η ηλιακή ακτινοβολία για το δέρμα έχει οδηγήσει στην αυξημένη χρήση αντηλιακών, τα οποία εμποδίζουν την παραγωγή βιταμίνης D. Το γεγονός αυτό, έχει αυξήσει τα ποσοστά υποβιταμίνωσης D, ακόμα και σε ηλιόλουστες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 30%. Η άνοδος αυτή συνοδεύεται και με αυξημένη εμφάνιση των παραπάνω ψυχικών νοσημάτων, αλλά και άλλων παθολογικών καταστάσεων που σχετίζονται με ανεπάρκεια της βιταμίνης. Η περιορισμένη έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία είναι πιθανό να αποτελεί μία εξήγηση του φαινομένου αυτού. Έτσι, γίνεται εμφανές ότι ο ρόλος των ειδικών υγείας στην ενημέρωση του κοινού για τα οφέλη και τους κινδύνους της ηλιακής ακτινοβολίας, καθώς και για τις συστάσεις για ασφαλή έκθεση σε αυτήν, είναι καθοριστικός και μπορεί να προλάβει ή και να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό θέμα δημόσιας υγείας, την υποβιταμίνωση D.
ΣΥΣΤΗΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Harms LR, Burne TH, Eyles DW, McGrath JJ; Vitamin D and the brain; Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2011 Aug;25(4):657-69
- Eyles D., Burne T., McGrath J.; Vitamin D: A Neurosteroid Affecting Brain Development and Function; Implications for Neurological and Psychiatric Disorders; Vitamin D (Third Edition), 2011, P. 565–582
- Vitamin D Council; www.vitamindcouncil.org