Sidebar

10
Πεμ, Οκτ

Τραυματικά Συμβάντα
Typography

Πόσοι από εμάς δεν έχουμε νιώσει άβολα ακούγοντας το παιδί μας να μας ρωτάει για τον θάνατο;

«Γιατί πεθαίνουμε;»,«Πού πάει όποιος πεθαίνει;», «Θα πεθάνω και εγώ;». Τι λόγια μπορεί να βρει κάποιος προκειμένου να απαντήσει; Τόσα ερωτήματα τα οποία οι δυτικές κοινωνίες τα έντυσαν με το πέπλο του απαγορευμένου, του αφύσικου, ασύνδετου με τη ζωή ή σαν κάτι που «δεν πρόκειται» να συμβεί σ’ εμάς.

 

Αποκλείσαμε το θάνατο από τη σκέψη μας και φαντάζει όλο και πιο ξένος και επειδή τον κρατήσαμε αποξενωμένο έγινε εχθρός μας.

Γενιές ολόκληρες «προστάτευαν» τα παιδιά τους δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι τα κρατούν μακρυά από αυτά τα θέματα, απωθώντας την ιδέα ότι ο θάνατος είναι το όριο που στην πραγματικότητα δίνει νόημα στην ζωή μας και «ότι αν δεν υπήρχε στο τέλος ο θάνατος, δεν θα ξέραμε και αν είμαστε ζωντανοί» όπως αναφέρει η ψυχaναλύτρια Françoise Dolto. Ο θάνατος, αυτή η τόσο φορτισμένη έννοια είναι η μόνη βεβαιότητα και άμεσα αλληλένδετη με την ζωή αφού το ένα οδηγεί στο άλλο όπως η μέρα στη νύχτα και η νύχτα στη μέρα και η μια εποχή του έτους διαδέχεται την άλλη. Όλο τούτο όμως μπορεί να αποτελέσει το ισχυρότερο κίνητρο για να δημιουργήσουμε τις καλύτερες συνθήκες μέσα μας προκειμένου  να εξελισσόμαστε, να διδασκόμαστε μέσα από τις δοκιμασίες της ζωής και να ζούμε ποιοτικά όπως νοείται αυτό για τον καθένα μας, άλλωστε η ψυχική μας πρόοδος μαρτυρά και τον βαθμό της ποιότητας. Ετσι, δεν χρειάζεται μάλλον κάτι να διαρκεί αέναα, αφού η ποιότητα είναι εκείνη που μετράει και όχι η ποσότητα.

Τα παιδιά λοιπόν, όπως ρωτούν για το οτιδήποτε έτσι ρωτούν και για τον θάνατο με  μια αμεσότητα και μια απλότητα και συνήθως από την πρώιμη παιδική ηλικία. Ο γονιός τολμώντας να αντιμετωπίσει το θέμα ως κάτι το φυσικό και όχι να το παρακάμψει ή να αρκεστεί σε μια απάντηση του τύπου «μην ασχολείσαι μ’ αυτά» ή «αυτά είναι βλακείες», τότε μια ειλικρινής απάντηση προσαρμοσμένη στην ηλικία του παιδιού μπορεί να ανακουφίσει κατά πολύ τις φαντασιώσεις που ούτως ή άλλως του δημιουργούνται γύρω από το θέμα. Δεν υπάρχει σωστή ή λανθασμένη απάντηση, ο καθένας μας μέσα από τις πολιτισμικές του επιρροές το νοηματοδοτεί αλλιώς. Επί παραδείγματι, στην ερώτηση του παιδιού «πού πάμε όταν πεθάνουμε», ένας γονιός μπορεί να δώσει άπειρες απαντήσεις όπως να πει στον παράδεισο ή κοντά στον θεό ή να πει ότι είμαστε σαν τα φύλλα του δέντρου που πέφτουν το φθινόπωρο αλλά δεν πεθαίνουν, πάνε απλώς να ξεκουραστούν, να αναμειχθούν και να λιώσουν μέσα στην γη απ’ όπου ήρθαν. Όλα τούτα είναι συμβολικά όπως είναι τα παραμύθια που διαβάζουμε στα παιδιά μας ή το παιχνίδι που κάνουν τα ίδια και στον συμβολικό λόγο ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία την δική μας και του παιδιού μας εμείς κρίνουμε και επιλέγουμε πως θα μιλήσουμε στο παιδί μας χωρίς να το φορτίσουμε περαιτέρω ή και αν αυτό συμβεί πώς θα το επιδιορθώσουμε. Το ίδιο το παιδί άλλωστε μέσα από τη διαδικασία του παιχνιδιού μαρτυρά πόσο πολύ ο θάνατος είναι μέσα στην ίδια την ζωή, υποδυόμενο ότι πεθαίνει ή ότι θανατώνει αφού σύμφωνα με την Dolto θανατώνοντας με την φαντασία, η πραγματική ζωή αποκτά όλο της το νόημα, ο θάνατος βρίσκεται μόνο στην φαντασία. Το παιχνίδι δεν είναι η πραγματικότητα και μέσα από αυτό εκτονώνεται ο φόβος για το άγνωστο του θανάτου, ένας τρόπος για το παιδί να τον «ελέγχει». 

Ο θάνατος αναμφισβήτητα γι’ αυτούς που μένουν πίσω δημιουργεί οδύνη και σηματοδοτεί έναν φυσικό αποχωρισμό, μια απώλεια σαν να χάνουμε και κάτι από μέσα μας, δικό μας. Αν καταφέρνουμε όλο αυτό να το διαχειριζόμαστε ψυχικά κοιτώντας το κατάματα σαν κάτι το φυσικό που συμβαίνει, περνάμε το μήνυμα στο παιδί ότι δεν επιλέγουμε να το δούμε ως μια ολοκληρωτική τραγωδία. Αντίθετα ως κάτι που μπορεί να συμβάλλει στην προετοιμασία του για την πορεία της ζωής του και είναι μια ευκαιρία ο ένας να σταθεί στον άλλο, να τον ακούσει, να τον νιώσει, να εκφράσει την θλίψη του, την οργή του ή οποιοδήποτε συναίσθημα δίχως να ντρεπόμαστε να κλάψουμε ή να φανερώσουμε την ένταση των συναισθημάτων μας. Δίχως να προσπαθούμε να κρατήσουμε από το παιδί κρυφά όλα τούτα αλλά μιλώντας απλά και κατανοητά για τις εμπειρίες μας μέσα από την καρδιά μας, ίσως τότε ο θάνατος να μην βιώνεται υπό το πρίσμα ενός ασύμφορου πένθους. 

Ακόμα και οικογενειακά πρόσωπα που έχουν πεθάνει δεν παύουν να αποτελούν μέρος της ιστορίας της οικογένειας μέσα στην οποία ζει το παιδί. Μιλώντας για κάτι, αμέσως γίνεται πιο οικείο ή πιο ανώδυνο και δεν μας «απειλεί». Όταν φεύγει ένας άνθρωπος από την ζωή εξακολουθεί να υπάρχει μέσα από την αγάπη που φέρουμε για εκείνον. Μέσα από την σκέψη μας η επικοινωνία «συνεχίζεται» έχοντάς τον ενδοβάλλει ως κάτι όμορφο και αποδεχόμενοι σιγά σιγά το γεγονός ότι έχει πάει κάπου όπου όλοι μας κάποια μέρα θα πάμε.

Το «πότε θα πεθάνουμε» που ένα παιδί ρωτά, κανείς δεν μπορεί να το απαντήσει αλλά μπορούμε να το εμπνεύσουμε να ζει και να δημιουργεί την κάθε στιγμή όσο το δυνατόν πιο πολύ γιατί μόνο αυτή η στιγμή υπάρχει για να αλληλεπιδράσει με τους ανθρώπους, τα ζώα, την φύση. Αλληλεπιδρώντας ζει κανείς, αντιλαμβάνεται ότι νιώθει και υπάρχει και ζώντας γεννιέται και η ελπίδα. Όταν αυτό εκπληρωθεί στο μέγιστο (και αυτό κανείς δεν μπορεί να το ορίσει) η ζωή ολοκληρώνεται, ενδεχομένως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Να λοιπόν μια πιθανή απάντηση όπως γράφει και η Dolto θα ήταν «ότι πεθαίνουμε μόνο όταν έχουμε τελειώσει τη ζωή μας» και όταν φτάσει εκείνη η στιγμή ο άνθρωπος το γνωρίζει και σαν πεταλούδα ολοκληρώνεται η μεταμόρφωσή του. 

Η Elisabeth Kübler-Ross μέσα από την εμπειρία της με παιδάκια τους έδινε μια πολύ όμορφη, σχεδόν ποιητική απάντηση ότι «οι άνθρωποι είμαστε σαν το κουκούλι της πεταλούδας. Το κουκούλι είναι αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη. Είναι μόνο ένα προσωρινό σπίτι για τον αληθινό μας εαυτό. Όταν το κουκούλι υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες, τότε πεθαίνουμε και μέσα από αυτό ξεπροβάλλει συμβολικά μιλώντας, η πεταλούδα».

Για να μιλήσουμε για αυτά και άλλα τόσα που προκύπτουν στο παιδί, αναζητώντας να κατανοήσει από πολύ νωρίς τα μυστήρια της ζωής, προυπόθεση είναι να δημιουργούμε ένα περιβάλλον ανοιχτό και δεκτικό απέναντι σε ό,τι σκέφτεται και νιώθει. Να αισθάνεται ότι μπορεί να εκφράζει τις αγωνίες του, τις αμφιβολίες του, τις σκέψεις του ως κάτι το φυσικό και ότι εμείς οι γονείς του (όσο μπορούμε, αν αντέχουμε) ν’ ακούμε ακόμα και για τα δύσκολα θέματα όπως είναι ο θάνατος, χωρίς να σημαίνει ότι μπορούμε πάντα αλλά αναγνωρίζοντάς το αυτό κάνουμε το πρώτο βήμα ως προς την επίλυσή του.

Βιβλιογραφία

Φρανσουάζ Ντολτό, «Μιλώντας για τον θάνατο, εκδ. Πατάκη

Elisabeth Kubler-Ross, «Το φως της ζωής»,εκδ. Europubli

 

 

 

Εγγραφείτε δωρεάν στη Συνδρομητική Υπηρεσία Ηλεκτρονικών Μηνυμάτων για να λαμβάνετε ειδοποιήσεις επιστημονικών άρθρων και προσφορών της ιστοσελίδας.