Οι σύγχρονες θεωρίες για το άγχος εξελίχθηκαν από μελέτες των επιπτώσεων περιβαλλοντικών ερεθισμάτων σε σωματικό και γνωστικό επίπεδο.
Αρχικά το άγχος ειδωνόταν ως μια φυσιολογική βιολογική απάντηση του οργανισμού σε περιβαλλοντικά αγχωτικά ερεθίσματα που, αν ήταν χρόνια ή σοβαρά τα συμπτώματά τους, θα οδηγούσαν τον οργανισμό στην κατάρρευση.
Οι ψυχολογικοί παράγοντες εισήχθησαν στις δεκαετίες 1960 και 1970 υπό το πρίσμα πως ως απάντηση στο άγχος θα συμπεριλαμβανόταν και η ψυχική αναστάτωση. Επιπλέον, η διαφορετική αντίληψη του καθενός ως προς το τί συνιστά απειλή εισάχθηκε ως μεταβλητή στο να εξηγήσει ατομικές διαφορές στο πώς ο καθένας απαντάει στο άγχος. Από το 1966 ο Spielberger είχε προτάξει την υπόθεση πως κάποια γεγονότα είναι αγχωτικά όταν εκλαμβάνονται ως απειλητικά εις βάρους είτε του φυσιολογικού-σωματικού είτε του ψυχολογικού επιπέδου. Την ίδια χρονική περίοδο κάποιοι μελετητές πρότειναν πως μια επικείμενη αλλαγή, τόσο με θετικές όσο και με αρνητικές προοπτικές, μπορεί να συνιστά αγχογόνο παράγοντα (Holmes & Rahe, 1967). Περίπου μια 15ετία αργότερα οι Lazarus και Folkman όρισαν το άγχος ως ‘μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντός του, κατά την οποία οι απαιτήσεις από το περιβάλλον εκλαμβάνονται από το άτομο επιβαρυντικές ή και ξεπερνάνε τους προσωπικούς του πόρους και δυνατότητες να τις διαχειριστεί, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την προσωπική του ευεξία/ ευημερία’. Τα μοντέλα αυτά έδωσαν έμφαση στην ισορροπία του οργανισμού ή αλλιώς στην ομοιόσταση, κατά την οποία αν το άτομο επέστρεφε στην ομοιόσταση, τότε η ψυχική απελπισία θα μειωνόταν ( όπως μετά την έξαρση ενός πυρετού, η θερμοκρασία του σώματος επιστρέφει στα φυσιολογικά της επίπεδα).
Μια λίγο πιο πρόσφατη θεωρία αναπτύχθηκε από τον Ηobfoll το 1989 και ακούει στο όνομα Διατήρηση των Πόρων (ConservationofResources). H θεωρία αυτή πρότεινε πως το ψυχολογικό άγχος είναι μια αντίδραση σε απώλειες (ή επαπειλούμενες απώλειες) στους διαθέσιμους πόρους του ατόμου. Ως πόροι ορίζονται τέσσερις ευρείες κατηγορίες: αντικείμενα (όπως κεκτημένα υπάρχοντα), καταστάσεις/συνθήκες (όπως ένας ευτυχισμένος γάμος, αποφοίτηση), προσωπικά χαρακτηριστικά (όπως αυτό-εκτίμηση, δεξιότητες) και ενέργειες (όπως γνώση, χρήματα, χρόνος). Όταν κάτι από τα παραπάνω απειληθεί εμφανίζονται απαντήσεις στο άγχος που βιώνεται. Το να διαχειριστεί κανείς μια επικείμενη απώλεια είναι από μόνο του αγχογόνο καθώς απαιτεί τη διεύρυνση των υπαρχόντων πόρων και, σε περίπτωση αποτυχίας των προσπαθειών, θετικές πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό πολλές φορές πλήττονται. Η θεωρία της Διατήρησης των Πόρων δεν θεωρεί τις θετικές αλλαγές ή μεταβάσεις ως αγχογόνες αλλά τις βλέπει σαν προκλήσεις που έχουν θετική έκβαση. Μόνον εάν μια μεταβατική κατάσταση οδηγήσει σε αποτυχία ή απώλεια ειδώνεται ως αγχωτική.
Βάση αυτής της θεωρίας το τραύμα εκπροσωπεί μια απρόσμενη και ξαφνική απώλεια διαθέσιμων πόρων. Σε τραυματικές αγχωτικές καταστάσεις, τα τραυματικά αγχωτικά ερεθίσματα επιτίθενται στις πιο βασικές αξίες των ανθρώπων, συμβαίνουν απρόσμενα συνήθως, δεν εμπίπτουν στην σφαίρα των μηχανισμών διαχείρισης του ατόμου και αφήνουν ισχυρές νοερές εικόνες στη μνήμη. Πολλές έρευνες έχουν διεξαχθεί για τη διερεύνηση των μηχανισμών του άγχους, υποκειμενικές αλλαγές στον τρόπο που εκτιμάται και διαχειρίζεται από διαφορετικούς οργανισμούς .Το ίδιο και για τη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες, όπου τραυματικές αναμνήσεις επανέρχονται και συνοδεύονται από αύξηση των επιπέδων του άγχους όπως αυτό βιώνεται ψυχικά και όπως νευρολογικά καταφαίνεται από αυξημένη έκκριση ορμονών του άγχους σε νευροδιαβιβαστές που συνδέονται με την συναισθηματική μνήμη σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου. Πεδία τέτοιων ερευνών αποτέλεσαν βετεράνοι πολέμου που αναβίωναν φρικιαστικές μνήμες μάχης, επιζώντες φυσικών καταστροφών, θύματα βιασμού καθώς και εργαζόμενοι με σύνδρομο burn-out. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις η ομοιόσταση του οργανισμού δεν κατάφερε να επαναφέρει τα φυσιολογικά για τον εκάστοτε οργανισμό επίπεδα άγχους, οι μηχανισμοί διαχείρισης των αγχωτικών ερεθισμάτων απέτυχαν να δουλέψουν με αποτέλεσμα το άγχος να λάβει χρόνια μορφή και να διαταράξει τα άτομα. Είναι λοιπόν σημαντικό κανείς να μάθει να βλέπει την προειδοποιητική χρήσιμη πτυχή του άγχους και να αναζητήσει αποθέματα και εφικτούς τρόπους διαχείρισης κι εκτόνωσής του ώστε να μη χρονίζει με επακόλουθες αρνητικές συνέπειες για τον ίδιο.
Τέλος, είναι σημαντικό κανείς να ‘ακούει’ και να αναγνωρίζει τα μηνύματα του οργανισμού του όταν τα επίπεδα του άγχους ανεβαίνουν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ώστε αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα να καταφέρει να διερευνήσει τους παράγοντες αυτών των συνθηκών που γεννάνε το άγχος στον/ην ίδιο/α. Έτσι, ευνοείται μια έγκαιρη αντιμετώπιση με σκοπό την ανακούφιση του οργανισμού καθώς και τη μείωση των κινδύνων το άγχος να χρονίσει.