Το συναίσθημα του θυμού είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο συναίσθημα.
Προκαλεί φόβο, ίσως και πανικό τόσο στα παιδιά και στους γονείς.
Αυτό συμβαίνει επειδή ο θυμός συνοδεύει μια σύγκρουση, μια κρίση, ένα περιστατικό που δυσκολεύονται όλοι να το διαχειριστούν. Έτσι, ο θυμός ταυτίζεται και συνδέεται με φωνές, φασαρίες, ανυπακοή και παραπέμπει σε «κακό παιδί», «επιθετικό παιδί», «νευρικό παιδί», «δύσκολο παιδί», «μη συνεργάσιμο παιδί».
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η παρεξήγηση έγκειται στο γεγονός ότι έχουμε ταυτίσει το θυμό με το ξέσπασμα και την ένταση. Ένα παιδί δεν μπορεί και δεν ξέρει να εκφραστεί όπως ένας ενήλικας. Έχουμε να του δείξουμε και να του μάθουμε τι σημαίνει το καθετί που νοιώθει και να το συνδέσουμε με το αντίστοιχο ερέθισμα. Αν όμως ο γονιός φοβάται, νοιώθει αμήχανα ή απειλή μπροστά σε ένα ξέσπασμα του παιδιού του, τότε θα αρχίσει να κάνει χαρακτηρισμούς όπως «νευρικό» ή «επιθετικό» παιδί. Έτσι, με κάθε περισσότερο έντονη αντίδραση από αυτή που θα περίμενε, θα του φέρεται σαν να είναι ένα «νευρικό» ή «επιθετικό» παιδί, ώσπου θα γίνει. Οι χαρακτηρισμοί μπορούν να κάνουν περισσότερο κακό στο παιδί, απ’ ότι μια κακή συμπεριφορά και οι συνέπειές της.
Μια εξίσου σημαντική «παρεξήγηση» ή «μύθος» σε σχέση με το θυμό είναι η αντιστοιχία της έκφρασης του θυμού με το πρόσωπο και όχι με τη συμπεριφορά. Η έκφραση του θυμού δεν αφορά στο πρόσωπο με το οποίο θυμώνω, αλλά σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Στην περίπτωση του παιδιού, ο θυμός αποτελεί κάτι διαφορετικό από μια πρόκληση της εξουσίας ή αμφισβήτησης προς τους γονείς. Ο θυμός τους είναι πραγματικός και αφορά ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Δεν αποτελεί μια απόδειξη της ανικανότητας του γονιού, ούτε αντιπροσωπεύει απλώς «μια ακόμη ένταση που πρέπει να τακτοποιήσουμε». Αν καταγραφεί με αυτό τον τρόπο, αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχειριστεί από το γεγονός που το πυροδότησε.
Το να μην επιτρέπεται σε ένα παιδί να εκφράσει τα δυσάρεστα ή αρνητικά συναισθήματα, όπως είναι ο θυμός, η ζήλεια, η οργή, η λύπη, η απογοήτευση είναι σαν να του στερούμε ένα κομμάτι ζωής. Όταν καταπιέζουμε ένα συναίσθημα, αυτομάτως καταστέλλουμε και όλα τα υπόλοιπα, είτε αυτά είναι θετικά, είτε αρνητικά. Όταν εκπαιδεύουμε ή ενισχύουμε ένα παιδί να «μη θυμώνει», να «μην στεναχωριέται», να «μην ζηλεύει» είναι σαν να του υποδεικνύουμε πώς πρέπει ή δεν πρέπει να νοιώθει και σαν να του λέμε ότι αυτό που νοιώθει δεν είναι σωστό. Κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να είναι μη επιτρεπτό, κακό ή λάθος. Τα παιδιά χρειάζεται να καταλάβουν ότι το πρόβλημα δεν είναι τα συναισθήματα τους, αλλά η κακή συμπεριφορά τους. Το παιδί πρέπει να γνωρίζει και να κατανοεί σαφέστατα τις συνέπειες της κακής συμπεριφοράς. Όμως, είναι σημαντικό να ξεχωρίσουν ότι το να είναι θυμωμένα δε σημαίνει ότι έχουν κακό χαρακτήρα ή ότι μισούν το πρόσωπο με το οποίο έχουν θυμώσει. Τα παιδιά θεωρούν ότι η κακή διάθεση είναι συνώνυμη του κακού παιδιού.
Η διαπαιδαγώγηση του παιδιού θα γίνει με αφορμή κάτι δύσκολο. Και το συναίσθημα του θυμού των παιδιών μπορεί πραγματικά να αποτελέσει μια ευκαιρία για σωστή διαπαιδαγώγηση. Είναι ένα από τα πιο λειτουργικά συναισθήματα όταν αξιοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο. Έτσι, προχωρώντας οι γονείς πέρα από την αποδοχή, βάζουν όρια στην ανάρμοστη συμπεριφορά και διδάσκουν στα παιδιά πώς να χειρίζονται τα συναισθήματά τους, πώς να βρίσκουν τις κατάλληλες διεξόδους και πώς να λύνουν τα προβλήματά τους.