Τα παιδιά περνούν πολλά και διάφορα στάδια για να επικοινωνήσουν με το περιβάλλον τους, από τη στιγμή που γεννιούνται
. Κλάμα, γκριμάτσες, άναρθρες κραυγές είναι οι πρώτες μορφές επικοινωνίας, μέχρι να έρθει και να ολοκληρωθεί η εκμάθηση του λόγου. Μέχρι τους 18 με 20 μήνες, το παιδί έχει αναπτύξει ήδη ένα πλούσιο λεξιλόγιο και μπορεί να συλλαβίζει και να χρησιμοποιεί μικρές προτάσεις. Η εκμάθηση της γλώσσας, βέβαια, είναι μια διαδικασία που κρατά για αρκετά χρόνια χρόνια και περιέχει πολλές διακυμάνσεις.
Τι είναι φυσιολογικός τραυλισμός?
Καθώς το παιδί μαθαίνει τη χρήση του προφορικού λόγου, είναι λογικό στην αρχή να μην εκφέρει σωστά και ολοκληρωμένα κάποιες λέξεις ή ακόμα και να τραυλίζει. Μπορεί, δηλαδή να λέει επαναλαμβανόμενα την αρχική συλλαβή κάποιων ή πολλών λέξεων (πχ, κα-κα-καλά). Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως μεταξύ του 2ου και 3ου έτους της ηλικίας του παιδιού μας. Συνήθως κρατά για ένα μικρό χρονικό διάστημα (εβδομάδες ή μήνες) και μετά, σταδιακά, εξαφανίζεται από μόνο του. Άλλωστε, για τους γονείς είναι ευδιάκριτο πως αυτή η δυσκολία είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας εκμάθησης του λόγου.
Πότε να ανησυχήσουμε?
Αν μετά από το 3ο έτος, το φαινόμενο του τραυλισμού εξακολουθεί να υπάρχει, και, μάλιστα χειροτερεύει, τότε είναι χρήσιμο να εξετάσουμε εκ νέου το φαινόμενο. Συνήθως, ο μη φυσιολογικός τραυλισμός συνοδεύεται από συγκεκριμένες συμπεριφορές: εκτός από τη διακοπτόμενη ροή της ομιλίας (με επανάληψη συλλαβών, συνεχείς παύσεις μεταξύ των λέξεων, σύρσιμο ήχων, κλπ) το παιδί ενδέχεται να εμφανίζει σημάδια άγχους, πίεσης ή έντασης, στη προσπάθεια να μιλήσει. Επίσης, μπορεί το παιδί να κοκκινίζει, να νιώθει ντροπή και να αποκτά δυσκολία στην εισπνοή- εκπνοή ή ακόμα και φανερά τικ.
Ποιά είναι τα αίτια?
Σίγουρα, οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη του τραυλισμού είναι και αναπτυξιακοί, περιβαλλοντικοί ή ακόμα και κληρονομικοί. Πολύ πιο συχνά όμως, τα αίτια επικεντρώνονται στο κομμάτι της ψυχολογίας του παιδιού.
Όταν η έκφραση του λόγου γίνεται άγχος αντί για ανακούφιση, τότε εμφανίζονται τέτοιου είδους προβλήματα. Συγκεκριμένα, ένα παιδί μπορεί να βιώνει έντονους φόβους κι εσωτερικές συγκρούσεις και να τις εκδηλώνει μέσω λεκτικών δυσκολιών. Για παράδειγμα, μπορεί ένα παιδί να φοβάται να εκφραστεί λεκτικά, επειδή φοβάται να μη χάσει την αγάπη των γονιών του. Επίσης, μπορεί να έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και να φοβάται μήπως κάποιος το κοροϊδέψει (πχ, στο σχολείο, στη φάση της κοινωνικοποίησης).
Πώς αντιμετωπίζεται?
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ο γονέας, είναι να δώσει προσοχή στο τι συμβαίνει μέσα και έξω από το παιδί. Μήπως προηγήθηκε κάποιο γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη του τραυλισμού? Μήπως το παιδί πιέζεται από το περιβάλλον του? Μήπως όταν μας μιλάει, το ακούμε μεν , αλλά δεν προσέχουμε ουσιαστικά τί θέλει να μας πει?
To καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να δώσουμε προσοχή στο τι θέλει να μας πει, χωρίς να το πιέζουμε να το πει σωστά. Με ηρεμία και υπομονή θα καταλάβει ότι είμαστε εκεί για ό τι χρειαστεί, άρα δε χρειάζεται να φοβάται. Προσοχή! Δε προσποιούμαστε ότι δεν τρέχει τίποτα! Όλοι ξέρουμε ότι τρέχει κάτι, ακόμα και το παιδί μας, γι΄αυτό, καλό είναι να το συζητήσουμε μαζί του, πάντα ήρεμα. Τέλος, η πίεση για να πει ξανά τη πρόταση ή τη λέξη σωστά είναι κάτι που πρέπει να αποφεύγουμε.
Επιπλέον, όταν αντιληφθούμε την ύπαρξη ενός τέτοιου προβλήματος, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να απευθυνθούμε αμέσως σε κάποιον ειδικό λογοθεραπευτή και ψυχοθεραπευτή. Όσο πιο γρήγορα γίνει η παραπομπή, τόσο πιο εύκολο είναι να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο.
Ας μη ξεχνάμε ότι ο τραυλισμός είναι το σύμπτωμα και όχι το πραγματικό πρόβλημα!