Σε συνέχεια του πρώτου μέρους του άρθρου
Ο φανατισμός (και η δαιμονοποίηση της διαφορετικότητας)
"Φανατικός είναι αυτός που δεν μπορεί ν’ αλλάξει μυαλό και δεν θα αλλάξει και το θέμα." Winston Churchill
Ο φανατισμός και οι πιο ακραίες εκφράσεις του π.χ. μέσα από το ναζισμό, το φασισμό, κτλ φαίνεται να είναι μια τάση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Αύξηση του ακροδεξιού κόμματος στην Αυστρία στις τελευταίες εθνικές εκλογές, άνοδος της ακροδεξιάς της Jean - Marie le Pen στη Γαλλία, μιας χώρας που ιστορικά έχει κάνει από τις πιο πρωτοπόρες αλλαγές και επαναστάσεις στη σύγχρονη δυτική ιστορία, άνοδος της ακροδεξιάς του Fini στην Ιταλία και μέσα από την ομάδα της Χρυσής Αυγής άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.
Ό,τι πριν μόλις πέντε ή δέκα χρόνια φάνταζε αδιανόητο ή έστω απαράδεκτο λόγω της ζημιογόνας ιστορικής του διαδρομής, των ακραίων θέσεων και πράξεών του, σήμερα στο όνομα συχνά της έννοιας της δημοκρατίας βρίσκεται μέσα σε αρκετά ευρωπαϊκά κοινοβούλια και φαίνεται να έχει γίνει πιο οικείο και ανεκτό με κάποιο τρόπο.
Υπάρχει μια τάση ο ναζιστικός τρόπος σκέψης να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια ανεξάρτητα από το πεδίο ή/και τα πεδία που επιλέγει ή όχι να τοποθετεί κανείς τον εαυτό του (π.χ. πολιτικά, κοινωνικά, σεξουαλικά, οικονομικά κτλ). Ήδη ξαναέρχονται στην επιφάνεια έννοιες και ρεύματα όπως π.χ. ο οικο-φασισμός, η υπερβολική «ευαισθησία» με την οικολογία αλλά όχι με τις ανθρώπινες ζωές και σχέσεις, ένα ρεύμα που πρωτο-έκανε την εμφάνισή του στη ναζιστική Γερμανία.
Όμως, όταν κάτι είναι ήδη γνωστό ή/και γνώριμο ίσως και να υπάρχουν τώρα περισσότερες επιλογές στην αντιμετώπισή του;
Ο φανατισμός συνήθως αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο. Όμως, προτού γίνει κοινωνικό είναι και ατομικό. Στην ψυχολογία ο φανατισμός είναι συνήθως χαρακτηριστικό ενός ανώριμου ακόμα ψυχικά ατόμου. Είναι ο τρόπος που σκέφτονται συχνά τα παιδιά κυρίως γύρω στις μεσαίες τάξεις του Δημοτικού.
Συχνά τα παιδιά ως «οπαδοί», ασπάζονται π.χ. μία ιδέα, ένα παιχνίδι, μια ομάδα και θεωρούν ότι αυτή είναι η καλύτερη, η σωστότερη, η «μόνη». Τείνουν να την υπερασπίζονται και την υποστηρίζουν με πάθος και με κάθε τρόπο. Οτιδήποτε έξω από αυτήν θεωρείται ξένο, αρνητικό, απειλητικό, απορριπτέο.
Στην παιδική ηλικία αυτό είναι υγιές να συμβαίνει μέσα στα κατάλληλα πλαίσια ως ένα στάδιο της ψυχικής και κοινωνικής τους εξέλιξης (ωστόσο ένας καλός γονιός ή/και δάσκαλος γνωρίζει ότι είναι επίσης καλή ιδέα η διαπαιδαγώγιση για σεβασμό και ανοχή στη διαφορετικότητα να ξεκινήσει εξίσου από τότε).
Όταν, όμως, αυτός ο τρόπος σκέψης λαμβάνεται σοβαρά υπ’όψιν και ενσαρκώνεται μέσα από τους ενήλικες, τότε μπορούν να προκύψουν εως και έντονα φαινόμενα φανατισμού και ρατσισμού, π.χ. φυλετικού, κοινωνικού, οικονομικού, ομοφοβίας, θρησκευτικού κτλ με τρόπο ζημιογόνο για τους ανθρώπους και την κοινωνία ευρύτερα.
Κάποιος που διακατέχεται από φανατισμό έχει πολύ αυστηρά ή/και υψηλά κριτήρια και παράλληλα ελάχιστη ανοχή σε άλλες προσεγγίσεις. Στην προσπάθειά του/της να εξηγήσει και να βρει κάποιο δικό του/της νόημα για μια ίσως περίπλοκη, δυσάρεστη ή ακόμα και παράδοξη κατάσταση οικειοποιείται κάποια συγκεκριμένη συχνά απλοϊκή προσέγγιση που φαίνεται να ικανοποιεί τα κριτήρια που έχει βάλει.
Ο συγγραφέας Neil Postman (1976) αναφέρει χαρακτηριστικά «το κλειδί για όλες τις φανατικές πεποιθήσεις είναι ότι είναι αυτο-επιβεβαιωτικές... Μερικές πεποιθήσεις είναι φανατικές όχι επειδή είναι« ψευδείς », αλλά επειδή υπερ-εκφράζονται με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να φανεί ποτέ ότι μπορεί να είναι και ψευδείς.» Εδώ εκτός από τη λέξη «ψευδείς» θα χρησιμοποιούσα τη λέξη αποσπασματικές – οι φανατικές αντιλήψεις παρουσιάζονται να «κατέχουν» ολόκληρη «την αλήθεια» ενώ παραγνωρίζεται το ότι μπορεί να υπάρχουν και «αλήθειες» και ότι απλά μπορεί να εκφράζουν μοναχά ένα τμήμα τους.
Εδώ η διαφορετικότητα θεωρείται «λάθος», απειλή, κάτι το «αφύσικο» που «πρέπει να καταπολεμηθεί» ως τέτοιο. Στην εποχή μας αυτό μπορεί να εκφράζεται με π.χ. το «λάθος χρώμα», «λάθος βάρος», «λάθος γένος». Η επιβολή με πολλούς, ακόμα και με ακραίους τρόπους, μπορεί να αυθαίρετα να θεωρηθεί ως «δικαίωμα».
Είναι προφανές, ότι με τέτοιες προσεγγίσεις, προσωπικές και διαπροσωπικές ελευθερίες συρρικνώνονται, ομάδες ανθρώπων και κοινωνίες αυτοπεριορίζονται και υποφέρουν από υπερσυντηρητισμό, κλειστές και φοβικές αντιλήψεις.
Δεν φαίνεται να ισχύει απαραίτητα το ότι ο φανατισμός είναι χαρακτηριστικό (όλων ή μόνο) των ανθρώπων που έχουν επιβιωτικές ανάγκες ή ζουν δύσκολες βιοποριστικές καταστάσεις. Ο φανατισμός ίσως μπορεί να ανθίσει ή να είναι ευκολότερο να έρθει στην επιφάνεια μέσα από τέτοιες συνθήκες.
Υπάρχουν φανατικές ομάδες, π.χ. ναζιστικές, εξτρεμιστικές ομάδες, ιδιαίτερα ρατσιστικές ομάδες τα μέλη των οποίων δεν έχουν κανένα σημαντικό βιοποριστικό πρόβλημα. Υπάρχουν ακόμα χώρες ολόκληρες στις οποίες η μισαλλοδοξία είναι ιδιαίτερα ανεκτή και ευνοούν την καλλιέργεια ρατσιστικών πεποιθήσεων παντός είδους, συμπαθούν τις ρατσιστικές προσεγγίσεις χωρίς να έχουν βασικά προβλήματα επιβίωσης. Παρομοίως άτομα και ομάδες ανθρώπων σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ενώ από την άλλη υπάρχουν άνθρωποι με επιβιωτικά προβλήματα που όμως δεν επιδεικνύουν φανατισμό. Ωστόσο, οι βιοποριστικές δυσκολίες μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι για να δικαιολογήσουν ακραίες ή/και ρατσιστικές προσεγγίσεις.
Φαινόμενα όπως ο φανατισμός και ο κάθε είδους ρατσισμός φαίνεται να είναι περισσότερο επίπεδο και τρόπος σκέψης, που οι περισσότεροι οι άνθρωποι ίσως και να έχουν τη δυνατότητα να το εκφράσουν κατά βούληση, αν και εφ’οσον το επιλέξουν;
Η αντίσταση στην αλλαγή
«Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του να αποφασίσεις να κάνεις κάτι και του να το κάνεις.» Kegan
Οι αλλαγές δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Εμπεριέχουν ρίσκο, φόβο, αβεβαιότητα. Μια αξιόλογη κοινωνιολογική και πολιτισμική έρευνα δείχνει ότι η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους δείκτες αποφυγής της αβεβαιότητας από τις περισσότερες χώρες του κόσμου (έχει δείκτη 112 ενώ οι περισσότερες χώρες κινούνται κάτω από το 90). Από ερευνητική σκοπιά αυτή είναι μια ένδειξη αρκετά έντονης επιφύλαξης στις αλλαγές καθώς οι αλλαγές εμπεριέχουν το άγνωστο και την αβεβαιότητα από τη φύση τους. Όσο λιγότερη η ανοχή στην αβεβαιότητα τόσο το νέο ή το διαφορετικό φοβίζει ή ξενίζει κάποιες φορές περισσότερο από όσο ίσως χρειάζεται.
Θέλω εδώ, επίσης, ν’αναφερθώ σε μία σχετικά πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ που έδειξε ότι όταν οι γιατροί πουν στους καρδιοπαθείς ασθενείς τους, ότι, αν δεν αλλάξουν κάποιες συνήθειες, αυξάνουν κατά πολύ τις πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα, μόνο ένας στους εφτά πραγματικά θα το κάνουν. Η έρευνα δείχνει ότι η επιθυμία και το κίνητρο δεν είναι αρκετά για να συντελεστεί μια αλλαγή. Ακόμα κι αν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου η δυνατότητα για αλλαγή παραμένει περιορισμένη (Kegan, 2009).
Τι μπορεί άραγε να κάνει μια (επιθυμητή) αλλαγή τόσο δύσκολη; Ποιο είναι αυτό το κενό μεταξύ των προθέσεων και των αλλαγών που είναι σε θέση να κάνει κάποιος/α;
Οι ερευνητές προτείνουν οτι ένας από τους παράγοντες που αναστέλλουν τις προσπάθειες για αλλαγή είναι όταν οι ατομικές με τις συλλογικές πεποιθήσεις συνδυαστούν. Δηλαδή, αν π.χ. θεωρείς ότι «η γη είναι επίπεδη», ή «δεν πρέπει ν’αλλάξω για να διατηρήσω την παράδοση» με άλλα λόγια όταν (συχνά άκριτα) έχεις υιοθετήσει «πρέπει», αντιλήψεις και στάσεις που υποστηρίζονται και από άλλους γύρω σου, τότε ίσως έχει μόλις χτιστεί ένα καλό τείχος, ώστε να μη δοθεί ευκαιρία στην αλλαγή.
Αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν να γίνουν τα πάντα ή ότι όλα περνούν από το χέρι σου. Προφανώς αναφέρομαι σε θετικές, επιθυμητές και ακόμα σε δημιουργικές αλλαγές που μπορούν να συμβούν από πλευράς σου, εφόσον το επιλέξεις.
Ωστόσο, είναι απαραίτητο να είσαι σε σχέση και σε επαφή αρχικά με την εσωτερική σου διαδικασία. Ν’ αναγνωρίσεις εκείνες τις πεποιθήσεις που μπορεί ν’ αποτελούν εμπόδια και που έχουν στηθεί κατ’αρχάς μέσα σου, αλλά είναι γνωστά και οικεία σαν χιλιοπατημένα μονοπάτια. Κι αυτό βέβαια δεν είναι μια εύκολη δουλειά. Αυτά τα «εμπόδια» ίσως είναι εκεί πολλά χρόνια και δεν είχαν πάντα κακό λόγο να υπάρχουν. Ίσως κάποια από αυτά δημιουργήθηκαν μέσα από την εξέλιξή σου για διάφορους λόγους, όπως π.χ. για τη διαχείριση του φόβου, του αρνητικού άγχους κτλ. Όμως, σήμερα μπορεί να αναστέλλουν την ανάπτυξή σου ως πληρέστερο άνθρωπο.
Στο παράδειγμα με τους καρδιοπαθείς, και οι εφτά ήθελαν πολύ να ζήσουν, αλλά οι περισσότεροι είχαν αντιλήψεις όπως π.χ. «αλλαγή σημαίνει ομολογία αδυναμίας» ή «αν πάρεις χάπι σημαίνει ότι γέρασες». Ωστόσο, μόνο ένας μπορούσε να συνδυάσει στην πράξη την πρόθεση με τη συμπεριφορά του για την επιθυμητή αλλαγή. Τόσο οι προθέσεις όσο και η συμπεριφορά του φαίνεται να ήταν σε ακολουθία με αυτό που επέλεξε και ήθελε να κάνει.
Ένα ερώτημα που προκύπτει ίσως να είναι το ποια είναι η σχέση μεταξύ των πεποιθήσεών σου και της ζωής που ζεις και θέλεις να ζήσεις;
Η αριθμητική (και η απουσία οράματος)
Ονειρεύομαι τις ζωγραφικές μου και ζωγραφίζω τα όνειρά μου.» Van Gogh
Τα τελευταία χρόνια είναι σαν να υπάρχει μεταξύ άλλων ένας εγκλωβισμός στην αριθμητική. Η τηλεόραση κοιμίζει και ξυπνάει τους τηλεθεατές με αριθμητικές πράξεις, καταστροφολογία και απανωτά πολιτικά σενάρια, θεωρίες και υποθέσεις. Πολλοί φαίνεται να σκέφτονται και να μιλούν μονοδιάστατα με οικονομικούς ή οικονομικίστικους όρους ακόμα και για πτυχές της ζωής, όπου μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι η καταλληλότερη, π.χ. για τα συναισθήματα, τις σχέσεις, και γενικά για το ψυχικό επίπεδο.
Η καθήλωση στην αριθμητική, η ενασχόληση συνεχώς με τα αρνητικά, τα στείρα «μην» και τα «δεν», η προσκόλληση στην «αντίληψη του αδιεξόδου», στο τυφλό «δεν γίνεται», «έτσι είν(μ)αι δεν αλλάζει(ω)» κτλ δεν φαίνεται να βοηθάει ιδιαίτερα στη δημιουργικότητα και στην ανάπτυξη αλλά μάλλον να τη σαμποτάρει.
Δεν είναι λίγες οι πηγές από αξιόλογους μελετητές, ψυχολόγους, θεραπευτές και φιλόσοφους (από το “δαιμόνιο” του Σωκράτη εως τον Μάσλοου και τον Χίλμαν) που υποστηρίζουν ότι κάθε άνθρωπος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον ένα ή στον άλλο βαθμό έχει ένα έμφυτο δυναμικό. Χαρακτηριστικά ο Μάσλοου αναφέρει "πρέπει να διδάξουμε τους ανθρώπους να μάθουν να επιλέγουν καλά, πρέπει να μάθουν να κάνουν στην πράξη καλές επιλογές πχ στο/στη σύντροφο και στην εργασία".
Πηγαίνοντας από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο μια κοινωνία που τα μέλη της αισθάνονται άνετα να εκφράσουν και να καλλιεργήσουν το δυναμικό τους στη δουλειά, στις σχέσεις γενικότερα στη ζωή τους είναι μια κοινωνία που μπορεί να δημιουργήσει και να πάρει στα χέρια της τα οράματά της.
«Χορός με τη σκιά μας» (ή η κρίση ως μάθημα)
Μπορεί μια κρίση να είναι και καλή;
Ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι συχνά ξεκινούν θεραπεία είναι μια κρίση. Αυτή μπορεί να είναι προσωπική, οικογενειακή ή ακόμα και κοινωνική ή επαγγελματική. Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που ομολογούν ότι η ζωή τους έχει αλλάξει μέσα από κρίσεις.
Μέσα από περιόδους κρίσεις μπορεί να μπεις σε ένα μονοπάτι αυτοανακάλυψης. Μπορεί να ξεκινήσει μια διαδικασία ανοίγματος και διεύρυνσης – άνοιγμα και διεύρυνση στα συναισθήματα, στα προσωπικά σου ζητήματα, σε όλα έως τώρα έχεις αποφύγει ή δεν ήξερες καλά καλά ότι βρίσκονται εκεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλοί άνθρωποι ομολογούν ότι έχουν έρθει πιο κοντά στον «πραγματικό τους εαυτό».
Όπως μπορεί να συμβαίνει και σε ατομικό επίπεδο, έτσι και σε επίπεδο χωρών κάθε τόπος έχει τη σκιά του, τα θέματα που αρνείται ή είναι δυσάρεστο να δει αλλά και τα χαρίσματα που αποδιώχνει αντί να τα αποδέχεται, να τα αξιοποιεί και να τα απολαμβάνει.
Ως έθνος ο ελληνικός λαός ιστορικά έχει περάσει πολλές κρίσεις. Ωστόσο, ίσως αυτή η «κρίση» είναι μια καλή ευκαιρία να μάθει μεταξύ άλλων να διαχειρίζεται καλύτερα τις κρίσεις; Ως τώρα πολλές από τις ταλαιπωρίες που πέρασε ο ελληνικός λαός τον ανάγκασε να μείνει καθηλωμένος για πάρα πολλά χρόνια στα τραύματά του και τις συνέπειές τους. Ίσως τώρα είναι μια ευκαιρία να γίνουν αυτή τη φορά τα πράγματα ακόμα λίγο καλύτερα;
Η Ελλάδα φαίνεται σε συλλογικό επίπεδο να κουβαλάει ακόμα μέσα της κάποιες ενεργές πληγές της σύγχρονης δυτικής ιστορίας. Από την εποχή του Μεσοπολέμου, της Γερμανικής Κατοχής, του Εμφυλίου, της Δικτατορίας μέχρι και της πρόσφατης εποχής της Μεταπολίτευσης, η οποία φαίνεται να χαρακτηρίζεται μεταξύ πολλών θετικών και από φαινόμενα όπως π.χ. υψηλά ποσοστά διαφθοράς, έλλειψης διαφάνειας και αξιοκρατίας, κομματοκρατίας. Δυστυχώς, στην Ελλάδα φαίνεται ότι δεν σχηματίστηκαν ή/και δεν επικράτησαν σχεδόν ποτέ ουσιαστικές σχέσεις εμπιστοσύνης και σεβασμού, σχέσεις αξιοπιστίας και συνέπειας μεταξύ πολιτών και κράτους.
Η Ελλάδα στη σύγχρονη ιστορία της, ίσως, να μη βγήκε ποτέ συλλογικά και με σταθερό τρόπο από τη συνεχή αγωνία της υλικής ή/και ψυχικής της επιβίωσης.
Φαίνεται να «άγεται και να φέρεται», να υπομένει μια συνεχή ρευστότητα και αστάθεια, που και να ήθελε κανείς να ορθοποδήσει είναι δύσκολο μέσα σε τέτοιες συνθήκες να το κάνει. Όταν οι βασικοί κανόνες και οι δομές συνεχώς και απροσδόκητα αλλάζουν «κατά το δοκούν» (ή δεν αλλάζουν σχεδόν ποτέ), δύσκολα κάτι ανθίζει, όπως δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί κι ένα φυτό, αν το μεταφυτεύουμε συνεχώς και αυθαίρετα σε ακατάλληλο γι’αυτό περιβάλλον.
Αν η Ελλάδα ήταν ένας άνθρωπος με την παραπάνω συλλογή εμπειριών ένας /μια θεραπευτής θα έδινε ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το πλούσιο ιστορικό. Στην θεραπεία είναι γνωστό ότι συχνά είναι ακριβώς μέσα στις πληγές που βρίσκεται και η δημιουργική δύναμη. Όμως, για να βγει στην επιφάνεια χρειάζεται πρώτα να μεταμορφωθεί, να μετουσιωθεί και αυτό είναι που συνήθως συμβαίνει και στη θεραπευτική διαδικασία.
Ίσως, λοιπόν, να είναι μια ευκαιρία μέσα από την εμπειρία της κρίσης, η Ελλάδα να μάθει, να γίνει ακόμα πιο μεστή βασισμένη στις βαθιές ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες αλλά φτιάχνοντας και ένα νέο όραμα; Να αρχίσει να κατανοεί ότι μπορεί να δημιουργηθεί κάτι καλύτερο και να προσβλέπει σε αυτό πέρα από την απλή επιβίωση, την έντονη αίσθηση ανασφάλειας ή την αναζήτηση υπερβολικής ασφάλειας; Να βρει το στίγμα της τόσο μέσα στην ίδια τη χώρα όσο και στον Κόσμο;
Eσύ σε τι είδους χώρα θέλεις να ζεις; Και για τώρα και στο μέλλον.
Πηγές / Βιβλιογραφία:
Kegan, R. (2009). Immunity to Change: How to Overcome It and Unlock the Potential in Yourself and Your Organization. Harvard Business Press.
Kegan, R. (1983). The Evolving Self: Problem and Process in Human Development.Quiet Shout Books.
Postman, N. (1976). Fanaticism. Crazy Talk, Stupid Talk. 104–112.