Σύμφωνα με νέα έρευνα, τα παχύσαρκα παιδιά έχουν μειωμένη ευαισθησία και αντίληψη της γεύσης συγκριτικά με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους.
Αυτή η μειωμένη ικανότητα στο να διακρίνουν τις 5 αισθήσεις της γεύσης - πικρό, γλυκό, αλμυρό, ξινό και πικάντικο- μπορεί να τα οδηγήσει στην υπερκατανάλωση φαγητού, προκειμένου να έχουν την ίδια ένταση στην αίσθηση της γεύσης με ένα φυσιολογικού βάρους παιδί.
Στη μελέτη συμμετείχαν 99 παχύσαρκα και 94 φυσιολογικού βάρους παιδιά ηλικίας από 6 έως 18 ετών. Όλα τα παιδιά ήταν υγιή και δεν λάμβαναν φάρμακα που να επηρεάζουν τη γεύση και την οσμή. Η ευαισθησία στη γεύση των παιδιών δοκιμάστηκε με την τοποθέτηση 22 ταινιών γεύσης στη γλώσσα. Οι ταινίες περιλάμβαναν τις πέντε αισθήσεις της γεύσης, σε τέσσερα κλιμακωτά επίπεδα έντασης ενώ δύο από αυτές ήταν κενές (χωρίς γεύση).
Συνολικά, τα παιδιά ήταν σε καλύτερη θέση όταν προσδιόριζαν γλυκές και αλμυρές γεύσεις ενώ δυσκολεύτηκαν να διακρίνουν το αλμυρό από το ξινό και το αλμυρό από το πικάντικο. Τα κορίτσια και τα μεγαλύτερα παιδιά εντόπιζαν με μεγαλύτερη ευκολία τις διαφορετικές γεύσεις ενώ τα παχύσαρκα παιδιά δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν και να διακρίνουν τις διαφορετικές γεύσεις και την ένταση τους, συγκριτικά με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους.
Τα γονίδια, οι ορμόνες και η έκθεση των παιδιών σε διαφορετικές γεύσεις και εντάσεις της, νωρίς στη ζωή, πιστεύεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντίληψη της γεύσης στη μετέπειτα ζωή τους. Προηγούμενη έρευνα έδειξε ότι οι άνθρωποι με αυξημένη ευαισθησία στη γεύση μπορεί να τρώνε λιγότερο φαγητό επειδή δεν απαιτείται μεγάλη ποσότητα τροφής ώστε να αντιληφθούν τη γεύση του.
Βιβλιογραφία: Johanna Overberg, Thomas Hummel, Heiko Krude, Susanna Wiegand. Differences in taste sensitivity between obese and non-obese children and adolescents. Archives of Disease in Childhood, 2012; DOI: 10.1136/archdischild-2011-301189