Ο ρόλος του σχολείου, έχει νοηματοδοτηθεί στο μυαλό μας ως ένα περιβάλλον μάθησης το οποίο φροντίζει τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών.
Ο ρόλος του, όμως, δεν πρέπει να εξαντλείται μόνον σε αυτό. Το σχολείο θα πρέπει να τα προσελκύει τα παιδιά δημιουργώντας τους θετικά συναισθήματα και καθημερινά να τα καλωσορίζει ευχάριστα για το μάθημά τους.
Κι αυτό γιατί στην παιδική πραγματικότητα, όλα παίζουν ρόλο: τα σχολικά κτήρια, οι χώροι αναμονής και διαλλείματος που θα πρέπει να είναι καθαροί και χαρούμενοι, οι δάσκαλοι κι οι εκπαιδευτικοί που θα πρέπει να είναι θετικοί κι ενθουσιώδεις στη στάση τους απέναντι στα παιδιά, η διαρρύθμιση που θα πρέπει να άγει τη διαδικασία της μάθησης με θετικό τρόπο.
Η αναπτυξιακή ψυχολογία μας διδάσκει ότι στη μαθησιακή τους διαδικασία, τα παιδιά, δίνουν σημασία σε ότι αντιλαμβάνονται, όσο μικρό κι εάν φαίνεται αυτό στη λεπτομέρεια του. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κόσμο με τις αισθήσεις τους και κατά κύριο λόγο με την όραση τους. Αισθάνονται όμορφα κι ασφαλή όταν μαθητεύουν και μεγαλώνουν σε ένα άνετο, ευχάριστο και χαρούμενο περιβάλλον.
Το σχολείο εμφανίζεται ως εκπαιδευτικός θεσμός το 3000 π.Χ. στη Μεσοποταμία, με σκοπό τη διδαχή γραφής, ανάγνωσης κι αρίθμησης. Η έννοια της διδασκαλίας, έθεσε από αρχής το σχολείο σε ανώτερη, έναντι της οικογένειας, ιεραρχικά θέση, που λόγω της μορφωτικής ανεπάρκειας των περισσότερων γονέων, η θέση αυτή διατηρήθηκε στο πέρασμα των αιώνων. Σήμερα, η θέση αυτή διατηρείται, αλλά πλέον, λόγω της αντίληψης ότι η εκπαίδευση οφείλει να γίνεται μέσα από τους κατάλληλους κοινωνικούς ή κρατικούς φορείς.
Η σχέση, συνεπώς παιδιού, οικογένειας και σχολείου αναπτύσσεται συστημικά, ενώ για τη συνεργασία αυτών των σφαιρών επιρροής έχουν λάβει χώρα πολλές έρευνες και μελέτες. Οι μελέτες αυτές εξέτασαν τρόπους αποτελεσματικότερης επικοινωνίας μεταξύ των δύο συστημάτων προς όφελος του παιδιού. Κύριος γνώμονας και το επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν ο ίδιος ο μαθητής, καθώς σχολείο και οικογένεια αποτελούν τους κύριους πόλους επίδρασης στον χαρακτήρα του μαθητή και την ως εκ τούτου την επιτυχή ένταξη του στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο αργότερα, ως ενήλικας.
Κάθε παιδί μαλώνοντας σε μία οικογένεια κι ένα σχολείο τείνει να κουβαλά ως κληρονομιά του αρχές, ιδέες και αντιλήψεις για τη ζωή και τους συνανθρώπους του, επηρεασμένο από το περιβάλλον που μεγάλωσε και διδάχθηκε. Το σχολείο συνεπικουρεί στην ανάπτυξη του τρόπου σκέψης ενός παιδιού, ανάλογα με το πόσο αρμονική είναι η συνεργασία της οικογένειας με το σχολείο του.
Η συνεργασία αυτή εξαρτάται από τη διάθεση χρόνου των γονέων και δασκάλων και την σύμπνοια μεταξύ πολιτισμικής και εκπαιδευτικής ταυτότητα σχολείου κι οικογένειας.
Όταν ένα παιδί μεγαλώνει κοντά σε γονείς που είναι είτε ανασφαλείς είτε πιεστικά απαιτητικοί το αποτέλεσμα είναι και το παιδί να διακατέχεται από συναισθήματα ανασφάλειας, καθώς η συμπεριφορά των γονιών εσωτερικεύεται στο παιδί και το κάνει να νιώθει πως βρίσκεται συνεχώς υπό την πίεση κριτικής, δημιουργώντας ανασφάλεια στις σχέσεις με τους άλλους. Η ανασφάλεια που βιώνει, το οδηγεί σε ανησυχία για τυχόν αποτυχία. Αναζητώντας τη συναισθηματική επιβεβαίωση, στρέφεται στο σχολικό περιβάλλον. Εάν κι εκεί βρεθεί σε καταπιεστικό κλοιό, το πιθανότερο είναι σύντομα να σταματήσει να αντιδρά, να σταματήσει τη σχολική του εργασία κι η επίδοση του να μειωθεί δραστικά. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται το αίσθημα της ασφάλειας μέσα από αδιόρατα σήματα τα οποία εκπέμπονται από τη συμπεριφορά των ενηλίκων. Εάν, παραδείγματος χάριν, ένας μαθητής έλθει στο σχολείο ασθενής κι ο δάσκαλος αγνοήσει την κατάστασή του, οι υπόλοιποι μαθητές στην τάξη θα αισθανθούν ανασφαλείς. Θα αισθανθούν ασφαλέστεροι εάν ο άρρωστος μαθητής δεχτεί ιατρική φροντίδα στο σχολείο ή σταλεί στο σπίτι του όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Σε ένα ασφαλές και φιλόξενο περιβάλλον, ένας μαθητής ο οποίος έχει προβλήματα γνωστικά ή συναισθηματικά χρειάζεται άμεση προσοχή. Σε κάθε ηλικία, κάθε μαθητής εκφράζει συμπεριφορές και διαθέσεις που είναι φυσιολογικές, «τυπικές» για την ηλικία του. Η καλύτερη μέθοδος για ένα σχολείο να αξιολογήσει την ύπαρξη προβλημάτων σε έναν μαθητή είναι να ελεγχθούν οι τυπικές αυτές συμπεριφορές. Αυτός ο έλεγχος δεν χρειάζεται κάποια επιπλέον προσπάθεια από την πλευρά των δασκάλων/εκπαιδευτικών πλέον της υποστηρικτικής ύπαρξής τους στην τάξη κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όταν οι μαθητές παρεκκλίνουν από την τυπική συμπεριφορά, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αναμένουν την εμφάνιση προβλημάτων στη σχολική τους επίδοση.
Η μνήμη (ως ανάκληση) αποτελεί τη δυνατότητα να συντελεστεί η αποθήκευση και η διατήρηση πληροφοριών ώστε να ανακτηθούν στη συνέχεια. Ως εκ τούτου η ικανότητα συγκράτησης πληροφοριών εξαρτάται και από τις επεξεργασμένες αισθητήριες πληροφορίες: τον τρόπο δηλαδή, που μία πληροφορία εισήχθη στον εγκέφαλο.
Ως εκ τούτου, η σχολική εμπειρία αποτελεί κρίσιμο κομμάτι στη ζωή του παιδιού. Ανάλογα με την ποιότητά της και τις προσλαμβάνουσες από αυτήν εικόνες, μπορεί να αποτελέσει προστατευτικό παράγοντα ή ακόμα και παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του. Τα παιδιά που δεν δείχνουν ενδιαφέρον για το σχολείο και δεν έχουν καλές σχέσεις με τους συμμαθητές και τους δασκάλους τους, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, να μην καταφέρουν να αποφοιτήσουν αργότερα από το Λύκειο ή ακόμα και να έχουν λιγότερες και περισσότερο επιφανειακές σχέσεις, στη μετέπειτα ενήλικη ζωή τους.
Αντίθετα, μία θετική σχολική εμπειρία αποτελεί προστατευτικό παράγοντα για τη σωματική και πνευματική υγεία του παιδιού αποτρέποντας το από συμπεριφορές κινδύνου όπως τη χρήση εξαρτησιογόνων ή άλλων ανθυγιεινών ουσιών, την πρώιμη έναρξη σεξουαλικής ζωής και τη βίωση χαμηλής ποιότητας ενήλικης ζωής.
Το σχολείο συνεπώς αποτελεί σημαντικό παράγοντα δημιουργίας χαρακτήρα για το παιδί. Ως παράγοντας είναι τόσο σημαντικός, όσο και το σπίτι του ίδιου του μαθητή. Το αναπτυσσόμενο πρόσωπο δέχεται επιδράσεις από όλα τα υποσυστήματα στα οποία ανήκει, οι οποίες διαφέρουν ως προς την ένταση και τη σημασία τους. Μεγαλύτερη επίδραση, όπως είναι φυσικό, ασκεί η οικογένεια, το σχολείο και η ομάδα των συνομηλίκων του. Η επίδραση μειώνεται όσο απομακρύνεται το παιδί από το υποσύστημα επιρροής, αλλά ποτέ δεν εξαλείφεται. Η οικογένεια, το σχολείο κι η κοινωνία διαθέτουν χωριστούς μηχανισμούς δημιουργίας χαρούμενων και επιτυχημένων μαθητών, αλλά μπορούν από κοινού να υιοθετήσουν τρόπους και μεθόδους, ώστε να δώσουν στα παιδιά τα απαραίτητα κίνητρα για να εργαστούν αποδοτικά κι επίμονα προκειμένου να πετύχουν στη ζωή τους.
Τα κίνητρα είναι αποτελεσματικότερα όταν είναι εσωτερικά. Επιτυχής δημιουργία κινήτρων στους μαθητές εξασφαλίζεται με την ύπαρξη θετικής ενίσχυσης από τους δασκάλους τους εκπαιδευτικούς, ενώ συνδράμει θετικά κι η γονεϊκή εμπλοκή. Η παροχή κινήτρων και η δημιουργία θετικής ατμόσφαιρας για την εκπαιδευτική διαδικασία, είναι ακόμα ένας ισχυρός τρόπος να δημιουργηθεί ένα ασφαλές και φιλόξενο σχολικό περιβάλλον. Οι μαθητές οι οποίοι έχουν αναπτύξει υγιή κίνητρα θεωρούν το σχολείο και τη διαδικασία μάθησης οικεία τους υπόθεση. Κι ο καλύτερος τρόπος για να μεταφέρουμε στα παιδιά αποδεκτές από εμάς συμπεριφορές, είναι να είμαστε εμείς το παράδειγμα, ως γονείς κι ως εκπαιδευτικοί. Οφείλουμε να συμμετέχουμε ενεργά στη εκπαίδευση των παιδιών μας, να τα βοηθάμε με τις εργασίες τους, να πηγαίνουμε στις σχολικές εκδηλώσεις και να συζητάμε με ενθουσιασμό για το χρόνο που περνούν στο σχολείο. Να επιβραβεύουμε λεκτικά την επιτυχία τους.
Οφείλουμε δε να λάβουμε σοβαρά υπόψη τις προσδοκίες των παιδιών και μαθητών μας. Να μην συγχέουμε την έλλειψη κινήτρου σε έναν μαθητή με την έλλειψη δυνατοτήτων. Ένας μαθητής μπορεί να αποτύχει σε ένα γνωστικό αντικείμενο επειδή απλώς δυσκολεύεται να το κατανοήσει, ενώ με ελάχιστη προσπάθεια να μπορεί να επιτύχει όχι μόνον την κατανόηση, αλλά και τη διεύρυνση του γνωστικού ορίζοντα του.
Ο προσανατολισμός της εκπαιδευτικής πολιτικής στην ενθάρρυνση, ενίσχυση και διευκόλυνση της ουσιαστικής συνεργασίας κι αποτελεσματικής επικοινωνίας σπιτιού και σχολείου, του άλλου του σπιτιού, είναι προς όφελος όλων των εμπλεκομένων μερών και κυρίως της κοινωνίας.