Η ψυχογενής βουλιμία (bulimia nervosa) ανήκει στις διαταραχές πρόσληψης τροφής μαζί με τη νευρική ανορεξία
και τη διαταραχή στην πρόσληψη τροφής μη προσδιοριζόμενη αλλιώς. Είναι διαταραχές που συναντώνται κυρίως στις γυναίκες και πολύ συχνά στα νεαρά κορίτσια.
Η ψυχογενής βουλιμία χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας, από υπερβολική ενασχόληση με τον έλεγχο του σωματικού βάρους και από ένα παράλογο φόβο ότι μπορεί το άτομο να παχύνει. Τα επεισόδια υπερφαγίας συμβαίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και συνοδεύονται από έντονο άγχος και μια αίσθηση απώλειας ελέγχου πάνω στην συμπεριφορά υπερφαγίας. Συνήθως το άτομο καταναλώνει τροφές με υψηλή θερμιδική αξία, γλυκές και ευκολομάσητες οι οποίες μπορούν να καταναλωθούν γρήγορα π.χ. κουλουράκια, παγωτά, κέικ κλπ. Επίσης, τις περισσότερες φορές τα επεισόδια υπερφαγίας ακολουθούνται από διάφορες καθαρτικές μεθόδους όπως η πρόκληση εμετού, η χρήση διουρητικών, η χρήση καθαρτικών με στόχο να αποβάλλει το άτομο τις τροφές που κατανάλωσε. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των επεισοδίων είναι ότι το άτομο σταματά να τρώει μόνο αν πονέσει η κοιλιά του, αν το διακόψει κάποιος άλλος ή αν προκαλέσει εμετό. Ο προκλητός εμετός χρησιμοποιείται από το 80%- 90% των ατόμων για να αποφευχθεί η αύξηση του βάρους αλλά και για να μειωθούν ταυτόχρονα τα αισθήματα ενοχής που βιώνει. Ταυτόχρονα, ο προκλητός εμετός ανακουφίζει από τον κοιλιακό πόνο ο οποίος προκαλείται από την υπερβολική κατανάλωση τροφής.
Διακρίνονται δύο τύποι βουλιμίας, ο καθαρτικός τύπος και ο μη καθαρτικός τύπος. Στον καθαρτικό τύπο το άτομο καταφεύγει τακτικά σε προκλητούς εμετούς, σε κατάχρηση καθαρτικών, διουρητικών ή υποκλυσμών για να διαχειριστεί την υπερβολική ποσότητα φαγητού που έχει καταναλώσει και να μην πάρει βάρος. Στον μη καθαρτικό τύπο από την άλλη, το άτομο χρησιμοποιεί άλλες μη φυσιολογικές αντισταθμιστικές μεθόδους όπως είναι η υπερβολική νηστεία, η εξαντλητική σωματική άσκηση για να σταθμίσει την υπερβολική ποσότητα τροφής που έχει καταναλώσει. Τυπικά, τα άτομα με βουλιμία έχουν φυσιολογικό βάρος. Υπάρχουν όμως, ενδείξεις ότι πριν την έναρξη της βουλιμίας ίσως είχαν περισσότερο βάρος από το κανονικό και σε σχέση με τα συνομηλίκους τους.
Επιδημιολογικά, η επικράτηση της βουλιμίας είναι περίπου 1% στις γυναίκες της Δυτικής Ευρώπης και των Η.Π.Α. Η ηλικία έναρξης είναι η εφηβεία ή η πρώτη ενηλικίωση και αφορά κυρίως τις γυναίκες και σπάνια τους άνδρες. Η βουλιμία εμφανίζεται συνήθως σε άτομα που έχουν προβλήματα στις συνήθειες διατροφής και στο βάρος τους όπως για παράδειγμα νευρική ανορεξία, παιδική παχυσαρκία, ιστορικό μεγάλων διακυμάνσεων βάρους. Σε πολλές περιπτώσεις, η βουλιμία αρχίζει με δίαιτα που γίνεται μετά από ένα στρεσσογόνο γεγονός, ένα καινούργιο συμβάν (έναρξη ενός αθλήματος) ή οποιαδήποτε άλλη αφορμή μπορεί να οδηγήσει το άτομο να ασχοληθεί με το σώμα του. Το άτομο που εμφανίζει συμπτώματα βουλιμίας εγκλωβίζεται σε ένα φαύλο κύκλο συμπεριφορών που ενισχύονται από συναισθήματα ενοχής, ντροπής, και απέχθειας που έχει για τον εαυτό του.
Η αιτιολογία της βουλιμίας δεν είναι γνωστή. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες που περιγράφουν διάφορους προδιαθεσικούς παράγοντες (ατομικούς, οικογενειακούς, κοινωνικοπολιτισμικούς), εκλυτικούς παράγοντες και επιβαρυντικούς παράγοντες. Έρευνες για παράδειγμα, έχουν συσχετίσει την συμπεριφορά των ατόμων με βουλιμία με τη δράση των νευροδιαβιβαστών νορεπινεφρίνη και σεροτονίνη. Επίσης, έχει βρεθεί ότι οι οικογένειες αυτών των ατόμων έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, χαρακτηρίζονται συνήθως από συγκρουσιακές σχέσεις και κάποια από τα μέλη τους εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα κατάχρησης (συνήθως αλκοόλ), συναισθηματικών διαταραχών και παχυσαρκίας. Τα πρότυπα τα οποία καλλιεργούνται από τα Μ.Μ.Ε. καθώς και η επιρροή από συνομηλίκους έχει αποδειχτεί επίσης ότι είναι καθοριστικής σημασίας για την έναρξη μιας διατροφικής διαταραχής. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση των ατόμων με βουλιμία τέλος, φαίνεται να είναι ένας ακόμη σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας.
Η αντιμετώπιση της βουλιμίας είναι σημαντική αφού οι συχνοί εμετοί εργαστηριακά μπορεί να δημιουργήσουν μια σειρά προβλημάτων όπως ηλεκτρολυτικές ανωμαλίες (υποκαλιαιμία, υπονατριαιμία, υποχλωριαιαμία) ενώ οι διάρροιες από την λήψη καθαρτικών μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολική οξέωση. Άλλα προβλήματα μπορεί να είναι γαστρικός ή οισοφαγικός ερεθισμός, σοβαρές εντερικές ανωμαλίες, φθορά της οδοντικής αδαμαντίνης, αιμορραγία. Για αυτό η θεραπεία είναι εξαιρετικά σημαντικό να ξεκινά άμεσα.
Η θεραπεία έχει δύο βασικού στόχους. Πρώτον, την αποκατάσταση της θρέψης του ατόμου με την μεταβολική ισορροπία και δεύτερον, την τροποποίηση της παθολογικής συμπεριφοράς πρόσληψης τροφής με τον έλεγχο των επεισοδίων υπερφαγίας, της κατάχρησης καθαρτικών, της πρόκλησης εμετού και όλων των υπολοίπων παθολογικών συμπεριφορών. Η θεραπεία πραγματοποιείται συνήθως εξωνοσοκομειακά χωρίς να αποκλείεται η νοσηλεία σε ορισμένες περιπτώσεις (ηλεκτρολυτικές διαταραχές). Πολλές φορές χορηγούνται φάρμακα, κυρίως αντικαταθλιπτικά, τα οποία συμβάλλουν στην ελάττωση των επεισοδίων υπερφαγίας και της πρόκλησης εμετού. Αποτελεσματική έχει αποδειχθεί η γνωστική θεραπεία, η οικογενειακή θεραπεία και η ομαδική θεραπεία