‘Ένα παιδί τρίτης γενιάς είναι ένα άτομο που έχει περάσει σημαντικό μέρος της ζωής του ή των αναπτυξιακών του χρόνων έξω από την κουλτούρα των γονιών του
.
Συχνά χτίζει σχέσεις με όλες τις άλλες κουλτούρες χωρίς να ανήκει ολοκληρωτικά σε καμία. Αν και στοιχεία από κάθε άλλη κουλτούρα μπορεί να συγκεντρώνονται στην εμπειρία ζωής ενός παιδιού τρίτης γενιάς, η έννοια του ‘ανήκειν’ ορίζεται πάντα σε σχέση με άλλους παρόμοιου παρελθόντος. Πώς μπορεί άνθρωποι με τόσο ποικίλο πολιτισμικό παρελθόν να αποτελούν μια ‘κουλτούρα’ όταν η κουλτούρα εξ’ ορισμού σημαίνει μια ομάδα ανθρώπων που έχουν κάτι κοινό?
Κοιτάζοντας τις διαφορές μεταξύ τους- φυλετικές, εθνικές, μέρη που έχουν ζήσει και μεγαλώνουν (ή έχουν μεγαλώσει)- κανείς θα έλεγε πως δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ τους. Τα συνέδρια όμως που διοργανώνει ο οργανισμός Οικουμενικοί Νομάδες (Global Nomads) ή Οικογένειες Οικουμενικής Μετάβασης (Families of Global Transition) αποδεικνύει το πόσο ισχυροί δεσμοί υπάρχουν μεταξύ τους. Η Νorma McGaig, ιδρύτρια των ‘Οικουμενικών Νομάδων’, αποκαλεί τις συναντήσεις τους ‘συνένωση ξένων’ (reunion of foreigners).
Σημαντικό να υπογραμμιστεί πως οι οικογένειες αυτές μετακινούνται τακτικά κυρίως λόγω εργασίας καθώς αποτελούν στελέχη επιχειρήσεων , διπλωματικών σωμάτων κτλ. Το ψυχολογικό προφίλ ωστόσο των παιδιών τρίτης γενιάς παρά τις διακυμάνσεις στις ιστορικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες κάθε εποχής, παρά το ότι μελετήθηκε σχετικά πρόσφατα, παραμένει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο.
Στην εποχή που ζούμε, κοινωνίες ανά πολλά μέρη του κόσμου γίνονται όλο και περισσότερο ετερόκλητες. Για παράδειγμα μια οικογένεια Ινδών που οι γονείς έρχονται στην Ευρώπη για να εργαστούν με τα μικρά παιδιά τους μπορεί να επιλέξουν ένα σχολείο της χώρας παραμονής τους και η μητρική γλώσσα να διδάσκεται συμπληρωματικά στα παιδιά ή-αν γνωρίζουν πως σύντομα θα αλλάξουν χώρα για τις ανάγκες της δουλειάς τους- να επιλέξουν ένα αγγλόφωνο σχολείο ώστε να μην επιβαρύνουν την γλωσσολογική ανάπτυξη των παιδιών με μια τρίτη γλώσσα.
Μεγαλώνοντας σε ένα αμιγώς διαπολιτισμικό περιβάλλον. Τα Π.Τ.Γ. αντί απλά να παρακολουθούν, να μελετούν ή να αναλύουν άλλες κουλτούρες, βιώνουν στην πράξη διάφορους πολιτισμικούς κόσμους καθώς ταξιδεύουν εδώ κι εκεί, μεταξύ των χωρών παραμονής και της χώρας από όπου κατάγονται. Πολλοί είχαν πολλαπλές ‘μετακομίσεις’ ή λόγω ενός διαπολιτισμικού γάμου των γονέων (π.χ. μπαμπάς ιταλός, μαμά γιαπωνέζα) έχουν έρθει σε κοντινή επαφή με πάνω από τέσσερις ή και περισσότερες κουλτούρες.
Μεγαλώνοντας σε έναν κόσμο υψηλής κινητικότητας. Η κινητικότητα και τα ταξίδια αποτελούν νόρμα στην εμπειρία των Π.Τ.Γ. Είτε οι ίδιοι είτε αυτοί τριγύρω τους, συνεχώς πηγαινοέρχονται. Οι άνθρωποι της καθημερινότητας τους συνεχώς αλλάζουν και ο περιβάλλων χώρος της ζωής τους επίσης μπορεί τακτικά να μεταβάλλεται.
Ευδιάκριτες διαφορές. Πολλά Π.Τ.Γ μεγαλώνουν σε μέρη όπου η εμφάνισή τους είναι ευκρινώς διαφορετική από των ντόπιων. Για παράδειγμα ένα κοριτσάκι από τη Μαλαισία που μπορεί να μεγαλώνει στην Ολλανδία για τις ανάγκες της εργασίας των γονέων. Αυτό αποτελεί ένα κομβικό κομμάτι της διαμόρφωσης της ταυτότητας τους. Ακόμα και όταν τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά είναι παρόμοια με των ντόπιων της χώρας όπου μεγαλώνουν ή ζούνε, τα Π.Τ.Γ έχουν συχνά μια ουσιαστικά διαφορετική προοπτική του κόσμου από ό, τι οι υπόλοιποι συνομήλικοί τους.
Αναμενόμενος επαναπατρισμός. Αντίθετα με μετανάστες παλιότερων χρόνων-αν και λόγω οικονομικο-πολιτικών συνθηκών αυτό τείνει να αλλάζει στις μέρες μας- οι οικογένειες τρίτης γενιάς συνήθως αναμένουν πως σε κάποιο χρονικό σημείο θα επιστρέψουν στην χώρα τους. Σίγουρα όχι όλοι, αλλά αυτό αποτελεί τη γενική υπόθεση όταν πρωτοαφήνουν τις χώρες τους και αυτή η προσδοκία μορφοποιεί άπειρες αποφάσεις στην πορεία τους που επηρεάζουν και τα παιδιά τους, όπως εκπαιδευτικές επιλογές ή το αν θα καταβάλλουν την προσπάθεια να μάθουν ή όχι την τοπική γλώσσα.
Ιστορικά, υπάλληλοι διεθνών εταιριών, διπλωματικών σωμάτων και στρατού αποτελούσαν μια ελιτίστικη ομάδα της κοινωνίας που απολάμβαναν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και είχαν το δικό τους κλειστότερο δίκτυο. Η σύγχρονη πραγματικότητα όμως μεταβάλλεται με ταχείς ρυθμούς και πλέον όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό από χώρα σε χώρα και από οικογένεια σε οικογένεια. Ο μαγικός δεσμός ωστόσο που γεννιέται όταν Π.Τ.Γ συναντιούνται ξεπερνάει το ό, τι μοιράζονται τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Υπάρχει κάτι στο να μεγαλώνει κανείς ανάμεσα σε πολλές κουλτούρες που γεννάει μια συναισθηματική εμπειρία κι έναν δεσμό που υπερβαίνει τις λεπτομέρειες του ιστορικού του καθένα.
Το μεταναστευτικό ένστικτο. Εδώ που βρίσκομαι τώρα, είναι προσωρινό. Σύντομα μόλις ολοκληρώσω τις σπουδές μου και βρω δουλειά θα κατασταλάξω κάπου’.
Το πιο βασικό ίσως χαρακτηριστικό τους είναι πως ‘σπίτι’ για αυτούς μπορεί να αποτελεί μια χώρα ή και περισσότερες που διαφέρει ριζικά από την χώρα καταγωγής τους. Πολλές φορές το ερώτημα ‘Πού είναι το σπίτι σου/τόπος σου’ απαντάται με μέρη που γνωρίζουν πως θα βρεθούνε μελλοντικά, ελπίζοντας πως ίσως θα είναι ΕΚΕΙ. Η κοινωνική ταυτότητα αυτών των παιδιών παρά το γεγονός ότι το οικονομικο-κοινωνικό τους στάτους είναι συνήθως- αν όχι ισχυρό- επαρκές για να τους διασφαλίσει φοίτηση σε καλά διεθνή σχολεία, ταξίδια και δραστηριότητες πολύ περισσότερες απ’ αυτές που απολαμβάνουν συνομήλικοί τους, τα Π.Τ.Γ εύκολα ταυτίζονται με την έννοια του ‘ξεριζωμού’ και της μετανάστευσης. Το παρόν δεν είναι ποτέ αρκετό και υπάρχει μια φαντασιακή προσκόλληση στο παρελθόν και μια επίμονη προσδοκία πως το επόμενο μέρος θα αποτελέσει επιτέλους ‘σπίτι’ για αυτούς. Ο συνδυασμός των παραπάνω γεννά μια εσωτερική εγρήγορση που συμβάλλει στη συνεχή κινητικότητά τους.
Συχνά υπάρχει μια αίσθηση ‘απώλειας’ που συνοδεύει κάθε μετακίνηση από χώρα σε χώρα και κάθε αποχαιρετισμό. Πολλές φορές ένα αργοπορημένο πένθος όπως ψυχολογικά αποκαλούμε το ετεροχρονισμένο βίωμα πόνου και θλίψης που ακολουθεί μεγάλες και σημαντικές αλλαγές. Κατά την εφηβεία μια έντονη ‘επαναστατικότητα χωρίς αιτία’ όπως αποκαλούμε την εκδήλωση του θυμικού κάθε εφήβου, καθώς και μια παθητική οργή απέναντι στους γονείς που καθόρισαν με την επιλογή τους τον ‘’νομαδικό’’ αυτό τρόπο ζωής, ο οποίος αποτελεί παραδόξως μα και φυσικά ακολουθώντας τον τρόπο που μεγάλωσαν, τον προτιμώμενο από τους ίδιους τρόπο ζωής ως ενήλικες, όπως έχουν δείξει έρευνες. Έρευνες έχουν επίσης δείξει πως τα Π.Τ.Γ αναπτύσσουν περισσότερο από τους υπόλοιπους μοτίβα σχέσεων που θα δράσουν αυτο-προστατευτικά έναντι περαιτέρω πόνου αποχωρισμού που είναι έμφυτος στον υψηλής κινητικότητας τρόπο ζωής τους και επηρεάζει τις σχέσεις τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Τέλος, τα Π.Τ.Γ είναι δίγλωσσα από μικρή ηλικία και καταλήγουν πολύγλωσσα ως ενήλικες. Η έκθεση από μικρή ηλικία σε πολλές γλώσσες και κατ’ επέκταση στις κουλτούρες που κάθε γλώσσα κουβαλάει τους δίνουν ερεθίσματα που οξύνουν τον τρόπο σκέψης και το υπόβαθρο να μάθουν ευκολότερα μια νέα γλώσσα στο μέλλον και να ανελιχθούν ακαδημαϊκά ή να αποκτήσουν θέσεις επιρροής στην κοινωνία.
Το παράδοξο της εμπειρίας ενός παιδιού τρίτης γενιάς με τα οφέλη και το κόστος που συνεπάγεται αποτελεί ένα πλέγμα πολλών παραγόντων και διαστάσεων-κοινωνικών, ανθρωπολογικών, πολιτικών και πολιτισμικών, οικονομικών και -των ενδογενέστερων από όλων- ψυχολογικών. Πιστεύεται πως όσο οι κοινωνίες μας αλλάζουν, όσο η μετανάστευση για βιοποριστικούς λόγους πληθαίνει, το προφίλ των νέων Π.Τ.Γ θα αλλάζει.
Τα παραπάνω αποτελούν μια μικρή εισαγωγή και γνωριμία με τον πλούσιο κόσμο των Π.Τ.Γ. κι ένα σύντομο ψυχολογικό προφίλ αυτών των παιδιών και του κόστους που πολλές φορές συνοδεύει την πλούσια σε ερεθίσματα και βιωματικές εμπειρίες ζωή τους.