Η εφηβεία είναι ένα κρίσιμο, μεταβατικό στάδιο στην ζωή του κάθε ατόμου, καθώς αποτελεί έναν σύνδεσμο από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση
Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από σημαντικές βιοσωματικές και γνωστικές αλλαγές στους αφήβους, μιας και σε αυτή την ηλικία (12-18 ετών) το άτομο αυτοπροσδιορίζεται μέσα στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο. Ο έφηβος σχηματίζει μια εικόνα για τον εαυτό του, για τις ιδιαίτερές του ανάγκες, πεποιθήσεις, δεξιότητες και αδυναμίες του και αυτή η εικόνα έχει άμεση σχέση με το σωματικό του είδωλο. Με τον όρο σωματικό είδωλο εννοούμε το πώς βλέπει το άτομο το σώμα του, σε σχέση με το πώς θα ήθελε να είναι (χάσμα πραγματικού εαυτού -ιδανικού εαυτού).
Το σωματικό είδωλο μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες, όπως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα πολιτιστικά πρότυπα για την φυσική ελκυστικότητα, τους φίλους, την οικογένεια και γενικότερα από τον κοινωνικό περίγυρο του ατόμου.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με τα πρότυπα τα οποία προβάλλουν καθημερινά, επηρεάζουν τις αντιλήψεις των εφήβων και ιδιαίτερα των κοριτσιών. Η κοινωνία μας βομβαρδίζεται καθημερινά από εικόνες μοντέλων με αψεγάδιαστο σώμα, οι οποίες σχεδόν αυτόματα γίνονται πρότυπα για τις ηλικίες αυτές μιας και συνδέουν την εξωτερική ομορφιά με την επιτυχία και την αναγνώριση την οποία όλοι αποζητάμε.
Βεβαίως, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι τα πολιτιστικά πρότυπα για την φυσική ελκυστικότητα, τα οποία προωθούν την σημαντικότητα του σωματικού βάρους μπορεί να επηρεάσουν κυρίως τις κοπέλες στην ανάπτυξη πολύ υψηλών προτύπων, τα οποία είναι συχνά άπιαστα και μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικό σωματικό είδωλο. Το τι θεωρείται ωραίο διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία και από χρόνο σε χρόνο. Κάποτε ήταν της μόδας οι κυρίες της Δύσης να είναι πιο πληθωρικές, ενώ τώρα το πρότυπο είναι το αδυνατισμένο – σχεδόν σκελετωμένο- γυναικείο κορμί. Ταυτόχρονα σε κάποιες αφρικανικές κοινωνίες τα κοινωνικά πρότυπα για την ομορφιά απαιτούν από τις γυναίκες να προσπαθούν να αυξήσουν το μήκος του λαιμού τους βάζοντας διάφορα ειδικά δαχτυλίδια σε αυτόν, σε μια προσπάθεια να φτάσουν το ιδανικό πρότυπο. Όποια και αν είναι τα εκάστοτε πρότυπα, το σίγουρο είναι ότι πιέζουν σημαντικά το κάθε άτομο για να τα ακολουθήσει και ταυτόχρονα αποτελούν ένα μέσο σύγκρισης και εν τέλει δημιουργίας του σωματικού ειδώλου.
Τέλος, οι σχέσεις που αναπτύσσει ο έφηβος με τους γύρω του αποτελούν βασικό παράγοντα σχηματισμού μιας θετικής ή αρνητικής αυτοεικόνας. Εάν δέχεται ενθαρρυντικά μηνύματα για την εμφάνιση του, τότε είναι ικανοποιημένος και τονώνεται η αυτοεκτίμηση του. Στην αντίθετη περίπτωση όμως υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια εικόνα η οποία δεν τον ικανοποιεί και επομένως μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στο πως είναι και στο πως θα ήθελε να είναι (χάσμα ιδανικού εαυτού – πραγματικού εαυτού), λόγω της ανατροφοδότησης που παίρνει από το άμεσο περιβάλλον του (το οποίο βεβαίως με τη σειρά του επηρεάζεται σημαντικά από το υπερσύνολό του που είναι η κοινωνία, όπως ανέφερα πιο πάνω).
Όμως βιώνουν όλοι οι έφηβοι το ίδιο; Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα;
Σωματικό είδωλο: Ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα
Πράγματι φαίνεται πως υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο που τα δύο φύλα αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, στου μηχανισμούς που χρησιμοποιούν και στην κοινωνική πίεση που δέχονται για το θέμα αυτό. Μεταξύ των αγοριών, αυτά που ωριμάζουν πιο νωρίς, σχηματίζουν πιο θετικά σωματικά είδωλα. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με τα κορίτσια. Τα κορίτσια που αργούν να ωριμάσουν νοιώθουν πιο καλά με το σώμα τους, καθώς και πιο ελκυστικές σε σχέση με αυτά που ωριμάζουν πιο νωρίς. Αυτό συμβαίνει γιατί τα κορίτσια που ωριμάζουν πιο γρήγορα συνήθως έχουν εμφανή σημάδια ωρίμανσης (π.χ. μεγάλο στήθος), τα οποία τα τοποθετούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος καλώντας τα να αναλάβουν έναν ρόλο και να δώσουν μια μάχη με το σωματικό τους είδωλο, πράγματα για τα οποία τα κορίτσια μικρής ηλικίας δεν είναι έτοιμα να δώσουν ακόμη.Στην πρώιμη εφηβεία οι φυσικές αλλαγές συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην αντίληψη των εφήβων για τον εαυτό τους. Η αυτοεικόνα των εφήβων είναι στενά συνδεδεμένη με το σωματικό είδωλο, και αυτό ισχύει και για τα δύο φύλα. Επιπρόσθετα το πόσο ικανοποιημένοι είναι οι έφηβοι με το σώμα τους, προβλέπει γενικά το επίπεδο της αυτοεκτίμησης τους, ειδικότερα για τα κορίτσια. Αυτή η σχέση, του σωματικού ειδώλου με την αυτοεκτίμηση, σε όποιο βαθμό κι αν υφίσταται, αντανακλά μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας, επειδή η αποδοχή από το φιλικό κύκλο σχετίζεται και με το σωματότυπο.
Όμως όπως ανέφερα και πιο πάνω το πόσο ικανοποιημένοι είναι οι έφηβοι με το σώμα τους, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντιμετώπιση των άλλων απέναντι τους. Η αυτοεικόνα των εφήβων αντανακλά τις στάσεις των άλλων ή τις αντιλήψεις τους, σχετικά με το πιστεύουν οι άλλοι για αυτούς, καθώς επίσης και τις δικές τους αξιολογήσεις για το πόσο ελκυστικό μπορεί να είναι ένα ιδιαίτερο γνώρισμα της προσωπικότητας τους. Το σωματικό είδωλο καθρεφτίζεται στην κοινωνία και πάντα προκύπτει έπειτα από συγκρίσεις του ατόμου με τους υπόλοιπους.
Γενικότερα τα αγόρια έχουν πιο θετικό σωματικό είδωλο από τα κορίτσια. Τα κορίτσια τείνουν να είναι πιο επικριτικές με την εμφάνισή τους και -τις περισσότερες φορές- θεωρώντας ότι έχουν πιο πολλά κιλά από ότι έχουν στην πραγματικότητα, επιθυμούν να αδυνατίσουν (συμπεριφορά άμεσα σχετιζόμενη με την ανορεξία!). Αυτή η τάση των κοριτσιών υποχωρεί βαθμιαία στα μέσα της εφηβείας, αν και η δυσαρέσκειά τους για το σώμα τους συνεχίζει να αυξάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας.Από την άλλη πλευρά τα αγόρια είναι πιο ικανοποιημένα από την εμφάνισή τους και το μόνο που ζητούν είναι, αν όχι τίποτα, απλά να είναι πιο μυώδη, μια τάση που αρχίζει να είναι πιεστική όλο και περισσότερο στις σημερινές κοινωνίες των “πλαστικών μοντέλων”.
Κλείνοντας το πρώτο από τα 3 posts για το θέμα αυτό, αξίζει να αναφερθώ σε μια έρευνα των Roberta Simmons και Dale Blyth (1987) που έγινε σε 600 εφήβους. Η έρευνα αυτή βρήκε σταθερές διαφορές μεταξύ των δυο φύλων, όσο αφορά το σωματικό είδωλο και την αυτοεκτίμηση, κατά τη διάρκεια της πρώιμης και μέσης εφηβείας. Τα κορίτσια, βρέθηκαν να είναι λιγότερο ικανοποιημένα γενικότερα με το σωματότυπό τους και να θεωρούν ότι είναι λιγότερο ελκυστικά σε σχέση με τα αγόρια κυρίως στο ηλικιακό διάστημα των 12 – 16 χρόνων. Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι όχι μόνο αξιολογούν την εμφάνισή τους πιο αρνητικά από ότι τα αγόρια, αλλά και ότι δίνουν και περισσότερη έμφαση στην εξωτερική τους εμφάνισή.
Γιατί τα κορίτσια θέλουν να είναι πιο αδύνατα;
Ας επικεντρωθούμε όμως περισσότερο στην κοινωνική ομάδα των κοριτσιών, μιας και φαίνεται πως είναι και η πιο ευάλωτη σε προβλήματα σχετιζόμενα με το σωματικό είδωλο, και ας προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο ερώτημα “Γιατί τα κορίτσια θέλουν να είναι πιο αδύνατα”. Το ερώτημα αυτό απασχόλησε και μια ομάδα ερευνητών (Tiggeman, Gardiner και Slater (2000) η οποία και έκανε μια έρευνα με σκοπό να ερευνήσει τις ανησυχίες των έφηβων κοριτσιών για το σώμα τους. Η έρευνα βρήκε πως υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που φαίνονται να επηρεάζουν την επιθυμία των κοριτσιών να είναι πιο αδύνατα. Οι δύο πιο συχνά εμφανιζόμενοι λόγοι που δικαιολογούν αυτή την επιθυμία, είναι πρωτίστως η επίδραση των μοντέλων και των ΜΜΕ, και δευτερευόντως η επιθυμία τους να είναι πιο ελκυστικές και να λαμβάνουν περισσότερη προσοχή. Άλλες συχνά δοσμένες αιτίες είναι: για αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, για να φοράνε μικρότερο νούμερο στα ρούχα, να πετύχουν μια αίσθηση ελέγχου, για να είναι πιο δημοφιλείς, να είναι αρεστές στα αγόρια, γιατί αυτό είναι που ζητάει η κοινωνία, η πίεση που δέχονται από το φιλικό τους περιβάλλον, και η πεποίθησή τους ότι “οι γυναίκες πρέπει να είναι πιο μικρόσωμες και λιγότερο μυώδεις από ότι οι άνδρες”.
Οι ερωτήσεις που σχετίζονταν με μοντέλα και με την επίδραση των ΜΜΕ ήταν μακράν η πιο συχνή απάντηση στην ερώτηση: «Γιατί πιστεύετε ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια θέλουν να γίνουν πιο αδύνατες από ότι είναι;». Γενικά αυτή η απάντηση συζητήθηκε με υψηλό βαθμό έντασης και υψηλό βαθμό συμφωνίας. Τα κορίτσια με τα σχόλιά τους έδειξαν ότι πράγματι επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τα ΜΜΕ και τα πρότυπα που αυτά προβάλλουν.
Τα κορίτσια περιέγραψαν τα μοντέλα που εμφανίζονται στην πασαρέλα ως «κοκαλιάρικα». Συχνά, αναφερόμενα στις κοπέλες στην πασαρέλα, τα κορίτσια έλεγαν ότι αυτές έδειχναν τέλειες και ότι οι εικόνες αυτές τις επηρεάζουν στο σχηματισμό μιας αντίληψης για το πιο είναι το κανονικό βάρος και σχήμα του σώματος που πρέπει να έχουν.
Τα κορίτσια φαίνεται να έχουν σχηματίσει την πεποίθηση ότι με το να είναι λεπτά όπως ακριβώς και τα πρότυπα των ΜΜΕ, θα είναι πιο ευτυχισμένες και πιο επιτυχημένες. Ωστόσο, μολονότι αυτές οι απόψεις εκφράστηκαν από πολλά κορίτσια, υπήρχε ταυτόχρονη επίγνωση ότι η σύνδεση ανάμεσα στο να είναι αδύνατες και σε άλλα επιθυμητά χαρακτηριστικά δεν ήταν σωστή, και ότι αυτό που μετράει εξίσου είναι τα εσωτερικά χαρακτηριστικά.
Η δεύτερη πιο συχνά εμφανιζόμενη αιτία που δόθηκε για την τάση των κοριτσιών να είναι πιο αδύνατα ήταν να είναι πιο ελκυστικές και να τυγχάνουν περισσότερης προσοχής. Τα κορίτσια έδειξαν να πιστεύουν ότι το να είσαι πιο αδύνατη ισοδυναμεί με το να είσαι πιο ελκυστική, καθώς και ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούν να τραβήξουν την προσοχή των φίλων και συνομηλίκων τους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι όποιος είναι αδύνατος (και επομένως «ελκυστικός») έχει κατ’ ανάγκη και πιο καλούς φίλους.
Τα κορίτσια στην έρευνα αυτή έδειξαν να έχουν συνδέσει το να είσαι αδύνατος με το να αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου και να έχεις αυτοπεποίθηση. Επίσης, φάνηκε να υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ του να είσαι αδύνατος και με το να έχεις τον έλεγχο της ζωής σου και του σώματός σου. Παρόλο που γενικά υπήρξε μια συμφωνία πάνω σε αυτόν τον παράγοντα, πολλά κορίτσια παραδέχτηκαν ότι το να πετύχεις να είσαι αδύνατος δεν σημαίνει αυτόματα και ότι αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου, ούτε ότι είσαι πλήρης αυτοπεποίθησης.
Η έρευνα έδειξε ότι τα κορίτσια δεν θεωρούσαν ότι η επιθυμία τους να είναι πιο αδύνατες, σημαίνει ότι είναι και απαραίτητα δυσαρεστημένες με το σώμα τους. Επίσης παρουσιάζει ενδιαφέρον το ότι αν και τα κορίτσια θέλουν να αδυνατίσουν μεταξύ άλλων και για να αρέσουν στα αγόρια, ωστόσο μερικές παραδέχτηκαν ότι τα αγόρια δεν τις προτιμούν τόσο αδύνατες όσο αυτές θέλουν να γίνουν.
Με λίγα λόγια δηλαδή παρατηρούμε ότι ενώ από τη μία οι κοπέλες βλέπουν ότι είναι παράλογες οι σκέψεις που τις ωθούν να αδυνατίσουν, από την άλλη συνεχίζουν να επιθυμούν να είναι πιο αδύνατες. Με μια πρώτη ματιά αυτό φαίνεται παράδοξο. Ωστόσο αν σκεφτούμε ότι η κοινωνική πίεση τις περισσότερες φορές μας ωθεί να ενστερνιστούμε ασυνείδητα πολλές απόψεις με τις οποίες συνειδητά θα λέγαμε ότι δεν συμφωνούμε, θα δούμε ότι τουλάχιστον αυτή η συμπεριφορά δεν είναι πρωτότυπη, αλλά μάλλον κοινή για την ανθρώπινη φύση.
Η ασυμφωνία ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδανικό σωματικό είδωλο μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη δυσαρέσκειας για το σώμα καθώς και στην εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, ιδιαίτερα ανάμεσα στις εφήβους και τις νεαρές γυναίκες. Τα πολιτιστικά πρότυπα για τη φυσική ελκυστικότητα, τα οποία προωθούν την σημαντικότητα ή μη του σωματικού βάρους μπορεί να ωθήσει τις έφηβες στην ανάπτυξη προτύπων τα οποία συχνά είναι άφταστα και μπορεί, με τη σειρά τους, να οδηγήσουν στην ανάπτυξη δυσπροσαρμοστικών διατροφικών συνηθειών.
Σε έρευνά τους οι Stice & Agras (1998) βρήκαν ότι δυσαρέσκεια για το σώμα και η γενίκευση της «ιδέας του αδύνατου» προλέγουν την έναρξη αντισταθμιστικών και έντονων διατροφικών συμπεριφορών στις κοπέλες που βρίσκονται στην εφηβεία. Τέτοια ευρήματα οδηγούν στην ύπαρξη ενός δυνητικού μηχανισμού σύμφωνα με τον οποίο τα μη ρεαλιστικά σωματικά πρότυπα μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την απογοήτευση με το σώμα, αλλά και δημιουργία ακόμη και διατροφικών διαταραχών καθώς τα άτομα πασχίζουν να μειώσουν αυτή την ασυμφωνία ανάμεσα στην τωρινή τους κατάσταση και την κατάσταση που έχουν θέσει ως στόχο.
Οι ασυμφωνίες ανάμεσα στον πραγματικό και τον ιδανικό εαυτό μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις, όπως η απογοήτευση και η δυσαρέσκεια και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και σε κατάθλιψη βαριάς μορφής. Αυτές οι αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της κινητοποίησης και της αυτοαποτελεσματικότητας, με απώτερο σκοπό του ατόμου να επιτευχθεί ο «σωματικός» στόχος. Εν τέλει τα συναισθήματα αυτά έχουν και αρνητικό αντίκτυπο στη διατήρηση υγιών συμπεριφορών, όπως η εσωτερίκευση ενός ενδεδειγμένου, υγιεινού διαιτολογίου, καθώς και η οικειοποίηση των φυσικών δραστηριοτήτων.
Γενικότερα η ασυμφωνία ανάμεσα στο πραγματικό και ιδανικό σωματικό βάρος και μέγεθος, συσχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών (αντίθετα με αυτό που αναμένεται δηλαδή από άτομα που θέλουν να μείνουν αδύνατα), υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης ανθυγιεινών τροφών και χαμηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, όταν τα κορίτσια αποτύχουν να αποκτήσουν το επιθυμητό για αυτές βάρος και μέγεθος, τότε εγκαταλείπουν τις προσπάθειες και αφήνονται στις ανθυγιεινές συνήθειες.
Ενδομορφικό, μεσομορφικό και εξωμορφικό σώμα
Σχεδόν όλοι οι έφηβοι ανησυχούν για τις αλλαγές που επέρχονται στο σώμα τους κατά την ανάπτυξη, ακόμα και αυτοί που αντικειμενικά είναι πιο ελκυστικοί. Τι είναι όμως αυτό που καθορίζει σε ποιο σημείο κάθε έφηβος νοιώθει άβολα για το σώμα του;
Τα πρότυπα που προβάλλει η κοινωνία σε σχέση με το τι θεωρείται ελκυστικό, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις αντιλήψεις του εφήβου για το σώμα του. Στην κοινωνία μας, άνθρωποι όλων των ηλικιών, θεωρούν συγκεκριμένους τύπους σώματος πιο ελκυστικούς από κάποιους άλλους. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει υπάρχουν τρία είδη σωματοτύπων: ενδομορφικό, μεσομορφικό, εξωμορφικό. Ο μεσομορφικός τύπος θεωρείται ο πιο ελκυστικός από τους τρεις, και στα δύο φύλα.
Οι έφηβοι αξιολογούν τους εαυτούς τους και τους συνομήλικους τους βάσει τέτοιων στερεοτύπων. Πέρα από την ελκυστικότητα οι έφηβοι με το μεσομορφικό τύπο σώματος θεωρείται ότι έχουν πιο πολλούς φίλους και είναι πιο αποδεκτοί από τους γύρω τους.
Αυτή η αποδοχή δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο έφηβος είναι και ευτυχισμένος. Κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, όντως οι έφηβοι μπορεί να καλλιεργήσουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση, λόγω της εκτίμησης στην οποία τυγχάνουν. Όμως, σε αντίθετη περίπτωση, αυτή η αποδοχή μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες: το άτομο μπορεί να πιστέψει ότι οι άλλοι το εκτιμούν για κάτι το οποίο ήταν γενετικά προκαθορισμένο και όχι για άλλες αρετές του και ότι δεν μπορεί να επηρεάσει την γνώμη των φίλων του με τη συμπεριφορά του. Οι έφηβοι οι οποίοι θεωρούνται μη ελκυστικοί πιθανόν να αποζημιώνονται καλλιεργώντας άλλα χαρακτηριστικά για αρέσουν, όπως για παράδειγμα, να είναι δραστήριοι και εξωστρεφείς, να έχουν καλή αίσθηση του χιούμορ και να είναι καλοί ακροατές.