Αυτό που μας τρομάζει στις αλλαγές είναι το συναίσθημα του ‘πένθους’ που τις συνοδεύει
. Πολλοί άνθρωποι σε θεραπεία μετά από μια κατάσταση κρίσης έχοντας εντοπίσει τι είναι αυτό που τους ταλαιπωρούσε στοχεύουν να επιφέρουν την ‘αλλαγή’.
Πάντα το να χάνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, όσο δυσλειτουργικό και αν αυτό είχε αποδειχτεί πως είναι, αποτελεί μια επώδυνη ψυχικά διαδικασία, καθώς θεωρητικά η συμπεριφορά μας θα πρέπει να αλλάξει μαζί με την επίγνωση μας πως αποζητάμε την αλλαγή. Ωστόσο, αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται έναν συντονισμό άλλων διαδικασιών και αντιστάσεων, αυτή τη φορά όχι ως προς την αλλαγή ή ως προς την συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτής, αλλά αντιστάσεων απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Η ανάμνηση-μνήμη του εαυτού μας είναι πολύ διαφορετική από την ιδεατή εικόνα που πιστεύουμε πως θα επισφραγίσει την ‘αλλαγή’. Οι γύρω μας εξακολουθούν να μάς φέρονται όπως έκαναν μέχρι πρότινος, και κάπου ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και τις εσωτερικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε μας τους ίδιους, πολλές φορές ψάχνουμε -και ασυνείδητα-την ισορροπία να οικοδομήσουμε τον νέο μας εαυτό, τα νέα μας όρια, τις νέες μας απαιτήσεις από τους σημαντικούς ‘άλλους’ γύρω μας και φυσικά ο δρόμος για πολλούς είναι δυσκολότερος από ό,τι για άλλους.
Για αυτό παίζουν ρόλο ένα σύνολο παραγόντων που εκτείνονται από την βιολογική προδιάθεση του καθένα- για παράδειγμα έρευνες έχουν αποδείξει πως η έκθεση σε στρες σε προγεννητικό στάδιο είναι καθοριστική στο πώς ο μελλοντικός ενήλικας θα διαχειρίζεται το άγχος του, έως το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο βρισκόμαστε. Υπερβολή ή έλλειψη σε εκκρίσεις χημικών ουσιών στον εγκέφαλο, όπως η σεροτονίνη ή η κορτιζόλη επηρεάζουν τόσο την μνήμη όσο και τα επίπεδα άγχους που βιώνει κάποιος καθώς και το πόσο σοβαρό και ‘βαρύ’ αντιλαμβάνεται το άγχος του. Ένα κομμάτι της εξέλιξης της διαδικασίας της αλλαγής, είτε αυτή αφορά την έξοδο από μια αγχωτική κατάσταση είτε την αλλαγή στο πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε αυτήν είναι καθαρά νευρολογικό. Τα αντανακλαστικά έγκεινται στη νευρολογία, κι εκεί δεν υπάρχει σκοπός (ή ενόρμηση) από μέρους του ατόμου, καθώς δεν υπάρχει πρόθεση και αντικείμενο, υπάρχει νευρολογική διέγερση. Το ενδο-ατομικό ορίζεται όμως και σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό και το πολιτισμικό. Παράδειγμα αποτελεί το πώς ορίζεται το πένθος σε διαφορετικές κουλτούρες. Διότι ο πόνος αποτελεί μεν πανανθρώπινο βίωμα, όμως οι νόρμες, η τελετουργία και το πώς εκτονώνεται είναι πολύ διαφορετικά σε διάφορα σημεία του κόσμου.
Ένα άλλο βασικό κομμάτι έγκειται στη μετα ψυχολογία και η ανάγκη της απόφασης το άτομο να επιφέρει μια αλλαγή θα περάσει κάποιες εξετάσεις σε ασυνείδητο και συνειδητό επίπεδο. Συνήθως η ανάγκη της αλλαγής δηλώνει μια ανάγκη αποφόρτωσης και η ανάγκη αυτή (η ενόρμηση αυτή), θα εξεταστεί σε συνειδητό επίπεδο με την τρέχουσα πραγματικότητα. Είναι γεγονός πως πολλές φορές η εκτόνωση της ενόρμησης μην έχοντας μετριαστεί ικανοποιητικά λαμβάνει χώρα με υπερβολικό τρόπο που αποβαίνει τραυματικός για το άτομο. Σε αυτό το σημείο ένα κομμάτι του εαυτού ακρωτηριάζεται, το νόημα της αλλαγής καταρρίπτεται και ενδεχομένως ένα φανταστικό νόημα δίνεται σε αυτήν. Επιτεθόμαστε σε αυτό το ανεπιθύμητο κι εξαντλητικό που υπάρχει έξω από εμάς καθώς κοστίζει λιγότερο από το να παλεύουμε συνεχώς με την ανεπιθύμητη πραγματικότητα μέσα μας. Βάζουμε άμυνες για να μειώσουμε τον πόνο μας ώστε η ζωή να καθίσταται πιο υποφερτή. Αυτού του είδους οι αντιστάσεις μεταφέρονται κι από γενιά σε γενιά πολλές φορές και μπορεί να είναι και μαζικές. Συνοδεύονται από άλλου είδους αντιστάσεις όπως αυτήν που η ψυχανάλυση αποκαλεί προβολή, που με απλό τρόπο θα την περιέγραφε η έκφραση πως ‘κάποιος άλλος σίγουρα φταίει’.
Ο Gerard Bayle, πρώην πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας Παρισίων και με χρόνια κλινικής και ψυχοθεραπευτικής εμπειρίας διατείνεται πως είναι κομβικής σημασίας οι ψυχοθεραπευτές να μην επιτίθενται σε αυτά τα κομμάτια αντίστασης της προσωπικής εμπειρίας των θεραπευόμενων και πως υπάρχουν περιπτώσεις που αυτά μπορεί να τους συνοδεύουν μια ζωή. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε το παράδοξο της ανθρώπινης φύσης και την μοναδικότητα της κάθε προσωπικότητας. Ο τελικός λόγος είναι πάντα στο άτομο και αυτό επιλέγει το πότε και εάν θα ‘ξεφορτωθεί’ κάποια πράγματα και το εάν θα ‘αλλάξει’.
Ο μηχανισμός δεν έχει ερευνηθεί σε βάθος, αυτό που όμως μπορούμε να πούμε είναι πως η κινητοποίηση και το ‘κλικ’ έρχονται με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικούς ρυθμούς και διαφορετικές ποσότητες ψυχοσωματικής ενέργειας στον καθένα.