Η ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες ακολουθεί συμπεριφορές που άλλοτε ταυτίζονται με ανατολίτικες συνήθειες κι άλλοτε με δυτικότροπες.
Συνήθως ο αντρικός πληθυσμός που προέρχονταν από τα λαϊκότερα στρώματα συνωστίζονταν στα γνωστά μας καφενεία για να απολαύσει τον καφέ του και παράλληλα να ψυχαγωγηθεί με κάποιο παιχνίδι της τράπουλας. Η μεταπολεμική ζωή ενίσχυσε τη μεγαλοαστική τάξη και διεύρυνε τη μεσαία επιτρέποντας την ευκολότερη απόκτηση χρημάτων και περιουσιών. Έτσι τα λίγα καφενεία έγιναν πολλά, τα καζίνο μπήκαν δυναμικά στη ζωή μας, οι νόμιμες και παράνομες λέσχες αυξήθηκαν αλματωδώς. Η πρέφα και η ξερή αντικαταστάθηκαν από το Θανάση, το πόκερ, το κουμ-καν τους κουλοχέρηδες, τις ρουλέτες και με τη βούλα του κράτους όλα εκείνα τα παιχνίδια που χρειάζεται κανείς να στοιχηματίσει για να κερδίσει.
Η νοοτροπία του εύκολου πλουτισμού, η τυχοδιωκτική στάση ζωής, η ανάγκη πολλών ανθρώπων να αποσπάσουν την προσοχή τους από καθημερινά προβλήματα, η ανεκτικότητα της πολιτείας έχουν μετατρέψει τα τυχερά παιχνίδια σε χώρο εναπόθεσης ελπίδων αλλά και σε δυνάστη πολλών ελληνικών οικογενειών.
Ο τζόγος, όπως όλες οι εξαρτητικές συμπεριφορές, έχει την ιδιότητα να δημιουργεί στον παίχτη αισθήματα ηδονής, παρόμοια με αυτά που δημιουργούνται από συμπεριφορές που προορίζονται για τη διατήρηση και τη διαιώνιση της ζωής (π.χ. όπως το αίσθημα ικανοποίησης που έχει κάποιος διψασμένος που ξεδιψάει).
Όπως τα ναρκωτικά αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο από τα πραγματικά του προβλήματα κι από τις καταστάσεις που ζει έτσι και ο τζόγος κάνει τον παίχτη να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το αποτέλεσμα π.χ. ενός αγώνα ή μιας κλήρωσης σαν από το αποτέλεσμα του αγώνα αυτού να εξαρτιόνταν η ίδια του η επιβίωση.
Αν τελικά κερδίσει στο συγκεκριμένο στοίχημα, τότε βιώνει έναν θρίαμβο, η τάση του για στοιχηματισμό ενισχύεται και αμέσως μπαίνει στη διαδικασία να στοιχηματίσει στον επόμενο αγώνα. Αν χάσει η προσδοκία που είχε για νίκη μετατρέπεται σε πείσμα, σε ανάγκη να στοιχηματίσει περισσότερα για να πάρει πίσω τα χρήματα που θεωρεί πως του ανήκουν. Έτσι το άτομο, σταδιακά παραμελεί τους ρόλους που έχει σαν σύζυγος, πατέρας εργαζόμενος, φίλος και δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στους ρόλους εκείνους που έχουν να κάνουν με την εξάρτηση του, δηλαδή το ρόλο του παίχτη, του φιλάθλου και του θαμώνα χαρτοπαικτικών λεσχών.
Βέβαια δεν αναφέρομαι σε όλους εκείνους που δειλά θα στοιχηματίσουν για λίγα χρήματα ή για να περάσουν γελώντας και διασκεδάζοντας με κάποιο παιχνίδι. Αναφέρομαι σε εκείνους που αποκτούν εξάρτηση από τον τζόγο αδιαφορώντας για τις προσωπικές υποχρεώσεις και ευθύνες. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε πως όποιος έχει δοκιμάσει αλκοόλ θα γίνει και αλκοολικός. Για τον τζογαδόρο παίκτη η αίσθηση του μέτρου χάνεται και μαζί της η περιουσία και η ήρεμη ζωή όλης της οικογένειάς του. Χωράφια, σπίτια, περιουσίες χάνονται σε μια νύκτα. Μοιραία η επαγγελματική και οικογενειακή ζωή του παίκτη ανατρέπεται άλλοτε σταδιακά και άλλοτε βίαια.
Ο εξαρτημένος συνάνθρωπός μας χρίζει ειδικής επιστημονικής βοήθειας για να μπορέσει να απεξαρτηθεί και η ενασχόλησή του με το όποιο τυχερό παιχνίδι να είναι μια συνειδητή και νηφάλια επιλογή και όχι μια ανάγκη κι ένα υποκατάστατο της πραγματικής του ζωής. Γιατί τελικά, όπως και με τις άλλες μορφές εξάρτησης έτσι και ο εθισμένος στα τυχερά παιχνίδια δεν μπορεί να απεξαρτηθεί αν δεν πάρει στα χέρια του την ευθύνη του εαυτού του ώστε να αναγνωρίσει το πρόβλημά του και να ζητήσει επιστημονική βοήθεια.